Vivid Film, Μετά τον αφρό, Ομάδα 4 Frontal

Τα παρόντα σώματα –
με αφορμή την παράσταση Μετά τον αφρό
Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκη- σκηνοθέτη της παράστασης

Το θέατρο έχει ξεφύγει εδώ και αρκετό καιρό από τα αυστηρά όρια της σκηνής και της έννοιας της θεατρικής αίθουσας με τα παρασκήνια, την αυλαία και τη συσκότιση στην πλατεία. Οι θεατρικές ομάδες πειραματίζονται όλο και περισσότερο, δημιουργώντας παραστάσεις με άξονα τα προσωπικά βιώματα των ερμηνευτών, οι οποίοι δεν παίζουν συγκεκριμένους ρόλους στη σκηνή. Αλλά και η σκηνή η ίδια μεταφέρεται πλέον σε χώρους άλλους, δημόσιους και μη. Να θυμίσω ότι η αρχή είχε γίνει στον θρυλικό Τεχνοχώρο του Γιάννη Κακλέα, στο μισογκρεμισμένο εργοστάσιο του Φιξ, που με το εισιτήριο έπαιρνες και ένα νεροπότηρο βότκα για το κρύο μέσα στο κυριολεκτικά τρύπιο κτίριο.

Ποιοι είναι οι λόγοι; Ο ένας είναι περιεχομένου. Υπάρχουν θεματικές ενότητες που ταιριάζουν σε συγκεκριμένους χώρους. Παράδειγμα η παράσταση της ομάδας Πόλις στα μπουντρούμια της Γκεστάπο στην Οδό Κοραή με τίτλο Προσβάσιμος χώρος, που έχει εμπνευστεί από τον χώρο και μπορεί να παιχτεί μόνο εκεί. Αυτού του είδους τις παραστάσεις τις λέμε συνήθως “site specific”, δανειζόμενοι τον όρο από τον χώρο των εικαστικών. Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε το έργο των F2 Performance Unit Secret Location 2 που έγινε σε ένα λεωφορείο, ή το Σπίτι της ομάδας Blitz, που γίνεται μέσα στο σπίτι όπου ζουν οι ερμηνευτές για τρεις μήνες. Η άλλη περίπτωση είναι το θέμα της παράστασης να χρειάζεται μια πιο ανοιχτή συνθήκη για να επικοινωνήσει με το κοινό. Στην Αθήνα έχουν γίνει πολύ ωραίες παραστάσεις, κυρίως με στόχο τη διαπολιτισμικότητα, στην κλειστή αγορά της Κυψέλης, που ανοίγουν έναν συστηματικό διάλογο με το ενσυνείδητο κοινό αλλά και τους περαστικούς.

Η δική μας παράσταση Vivid Film/ Μετά τον αφρό (όταν η σαμπάνια έχει τελειώσει και το ποτήρι παραμένει άδειο), θέτει τους προβληματισμούς, τις θέσεις και τις επιθυμίες τεσσάρων νέων ανδρών (20 ως 26 ετών) που χρειάζεται να διαχειριστούν επί σκηνής τη ζωή τους ως μια μεταβαλλόμενη και ασταθή διαδικασία. Kάνουμε μια χειροποίητη παράσταση, που δεν έχει ανάγκη την ψευδαισθησιακή λειτουργία του οργανωμένου θεάτρου, αλλά ό,τι είχαμε να πούμε, μπορούμε να το πούμε μέσα από τη δραματουργία, την ενέργεια της όποιας σκηνής και τα παρόντα σώματα. Κάθε χώρος είναι ο τέλειος χώρος για να πεις αυτό που θέλεις. Επιπλέον, το να μη χρειαζόμαστε απαραίτητα έναν στιγματισμένο ως θέατρο χώρο οδήγησε την ομάδα σε μια πιο ευλύγιστη διαχείριση, μιας και απαλλαχτήκαμε από την δαιδαλώδη και δυσβάστακτη οικονομικά διαδικασία της υπενοικίασης.

Στην Ελλάδα συχνά το λέμε αυτό το είδος θεάτρου «θέατρο της επινόησης», όρος που έχει αμφισβητηθεί και έχει γίνει αφορμή πολλών διαφωνιών. Ο ελάχιστος ορισμός ήταν κάποτε ότι το devised είναι ένα θέατρο που δεν είναι κειμενοκεντρικό αλλά διαχειρίζεται τα θέματά του με διαφορετικές αφετηρίες, με άξονα τα προσωπικά βιώματα των ερμηνευτών που δεν παίζουν ρόλους στη σκηνή και με ιδιαίτερες εικαστικές προεκτάσεις. Σήμερα, όλα αυτά είναι υπό αίρεση, μιας και ο όρος πιο πολύ υπάρχει για να προσδιορίσει ότι μια παράσταση δεν είναι «κανονική». Κατά τη γνώμη μου, devised λένε συχνά ό,τι δεν ακουμπά σε μια παγιωμένη αισθητική και δραματουργία, είναι όρος ελλείψει άλλου, αντικαθιστά την έννοια του πειραματισμού.

Υπερτερεί η ανάγκη να μοιραστείς με ένα κοινό (συνήθως ολιγάριθμο) κάτι που απασχολεί εσένα ως συμπαντικό ον. Γι’ αυτό και τα θέματα που διαχειρίζεται το συγκεκριμένο είδος είναι συνήθως έννοιες και σύμβολα παρά καθημερινότητες. Tο θέμα προσδιορίζει μια έρευνα υλικού πολύ μακριά από ό,τι έχει γραφτεί για αυτό το θέμα. Αντίθετα, φαίνεται πιο χρήσιμο ό,τι έχει κατακάτσει στο μυαλό μας από πράγματα που έχουμε ξεχάσει ως δεδομένα. Αυτό οδηγεί σε μια πολύ παρούσα σκηνική εμπειρία και σε μια ενεργειακή λειτουργία του ηθοποιού που έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Αυτά τα εναλλακτικά είδη έχουν λύσει τα χέρια σε πολλές ομάδες που είτε από θέση, είτε από ανάγκη δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά στη βιομηχανία του θεάματος. Η διαδικασία αυτή βασίζεται κατεξοχήν στις πνευματικές και συναισθηματικές ανάγκες των δημιουργών της και γι’ αυτό μπορεί να γίνει πιο συχνά, για πιο μικρό διάστημα και για καθαρά καλλιτεχνικούς σκοπούς. Από το devised πρέπει να πούμε ότι ποτέ κανείς δεν… πλούτισε. Αλλά πλουτίζει κανείς ψυχικά, γιατί προσεγγίζει ένα προσωπικό υλικό που, αν το μοιραστεί με το τυχαίο ή μη κοινό του, μπορεί να φτάσει σε μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση.

Mε αφορμή την παράσταση Vivid Film / Μετά τον αφρό, σκηνοθεσία Τζωρτζίνα Κακουδάκη 2009, Θέατρο Χώρα και περιοδεία (υλικό από μια συζήτηση με τη δημοσιογράφο Μερόπη Κοκκίνη)