Τρωάδες : θύματα ή θύτες;
Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκη, θεατρολόγο
«Ποιά συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από την πορεία της ελληνικής και της ρωμαϊκής ιστορίας; Πρώτον, ότι η πατριαρχία μπορεί να εξουδετερωθεί με τις ίδιες μεθόδους με τις οποίες κατέλαβε κάποτε την εξουσία: ό,τι δεν είναι αιώνιο, δεν χρειάζεται να μείνει αιώνια όπως είναι. Όταν ξέρει κανείς ότι η κυριαρχία του άνδρα πάνω στην γυναίκα και το παιδί δεν είναι « φυσική», αλλά αποτέλεσμα μιας πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας, που έγινε λίγο πριν από την αρχή της ιστορικής περιόδου, τότε μπορεί να ελπίζει βάσιμα ότι η πατριαρχία είναι δυνατό να ξεπεραστεί.» [i]
Χρόνια απορώ, αν όλα αυτά τα «Θύματα» πολέμου, γνωστά ως… γυναικόπαιδα, δεν είχαν τίποτα να χάσουν εκτός από τους θύτες τους…΄Αραγε τι έχει να χάσει μια γυναίκα από τον πόλεμο; Έχει να χάσει μόνο ό,τι προκύπτει και αποδεικνύεται από το φύλο της; Την παρθενία της, τον άντρα της, τον πατέρα της, τον αδερφό της, το παιδί της; Γιατί οι ίδιες οι γυναίκες δε θρηνούν για αυτά που πράγματι χάνονται στον πόλεμο; Την ελευθερία, την περουσία, την ατομική ή εθνική ταυτότητα, την αξιοπρέπεια, τα ιδανικά; Ολα αυτά προβάλλονται τόσο λίγο σε σχέση με την απώλεια που προσδιορίζει έναν άντρα εν καιρώ πολέμου.
Αναρωτιέμαι τί θα γινόταν στο στρατόπεδο των Ελλήνων στην Τροία, αν οι όμηροι ήταν άντρες. Φυσικά κάποιοι θα βιάζονταν, αλλά δεν νομίζω να το λέγανε δημόσια…μάλλον θεωρείται, στην ηθική του πολέμου, αυτονόητο. Μερικοί θα βασανίζονταν φριχτά, αλλά θα κρατούσαν ακμαίο το παράστημά τους και με ανδρεία θα υπομέναν το μαρτύριο. Άλλοι θα γίνονταν δοσίλογοι, θα αποκτούσαν προνόμια στο στρατόπεδο και άλλοι, πολύ πιθανό, θα ετοίμαζαν μια ηρωική απόδραση, μια σθεναρή αντίσταση διαποτισμένη από ρώμη, θάρρος και υψηλά ιδανικά. Κάποιοι δεν θα έκαναν τίποτα και μερικοί ή ένας τουλάχιστον θα αυτοκτονούσε, μια πράξη πένθιμη και ηρωική, για να μην τον σύρουν στην εξορία , για να μην λυγίσει, να μην ατιμαστεί, να μην λιγοψυχίσει μπροστά στα δικά του ιδανικά για τα οποία αξίζει κανείς να ζει, άρα και να πεθάνει.
Δεν θυμάμαι να έχω δει συχνά σε ταινίες, θεατρικά έργα ή μυθιστορήματα άντρες που για δύο ώρες θρηνούν για την κόρη τους που χάσανε ή για την γυναίκα τους που πέθανε στον πόλεμο ∙ εκτός αν έφταιγαν οι ίδιοι, οπότε μάλιστα παίρνουν όλη την ευθύνη επάνω τους και κλαίνε πιο πολύ. Γυναίκες έχω δει πολλές – λες και δεν έχουν άλλοι δικαιώματα στον θρήνο- να οδύρονται, αλλά να μην έχουν ευθύνες για αυτό που συμβαίνει. Και αμέσως μετά αναρωτιέμαι: εγώ σήμερα ( που είμαι γυναίκα) δεν έχω την ίδια ευθύνη με έναν δυτικό άντρα για ό,τι έγινε στο Ιράκ; Αν στείλω τον γιό μου εκεί και πεθάνει θα δικαιούμαι περισσότερο θρήνο, ενώ ο πατέρας του θα χρεωθεί την ευθύνη; Ποιός είναι εδώ το θύμα και ποιός ο θύτης;
Στο στρατόπεδο των γυναικών, στις Τρωάδες, το τοπίο είναι όντως εφιαλτικό. Οι Έλληνες, οι εκπολιτιστές των βαρβάρων, είναι αυτοί οι απαίσιοι άνθρωποι που προσδιόρισαν με σαφήνεια την ηθική του πολέμου, όπως τον αντιλαμβάνεται η Δύση (και πλέον όλος ο κόσμος) ακόμα και σήμερα: σκοτώνουν όλους τους άντρες , εξευτελίζουν τις γυναίκες και τις αναγκάζουν να σκλαβωθούν και να αναμίξουν το αίμα τους με το δικό τους. Έτσι ο εχθρός καταργεί έναν εχθρό, τον εξαφανίζει από την ρίζα, με το να ζήσει μέσα του. [ii] Για αυτά οι γυναίκες δικαίως θρηνούν. Θρηνούν για την πόλη που έχασαν, για την θέση που είχανε, για την προστασία που απολάμβαναν, για τις ψυχές που έφυγαν, γι αυτό που έρχεται. Η Εκάβη, στον αρχικό της θρήνο είναι αποκαλυπτική: «Σύρτε το μοιρολόι σας κακότυχες γυναίκες, νύφες κακόνυφες κονταρομάχων Τρώων μοιρολογήστε.»[iii] Οι γυναίκες προσδιορίζονται στην κοινότητα από τους άντρες, είναι αδύναμες να αντιταχθούν στην μοίρα τους, σαν να μην έχουν την δυνατότητα της ελεύθερης βούλησης, σαν να είναι φτιαγμένες για να υποταχθούν: έτσι το έργο προβάλει μια βασική λειτουργία της πατριαρχίας, λέξη κλειδί για την κατανόηση της παθητικής συμπεριφοράς των γυναικών και για την επικύρωση ενός ακόμα ταμπού (τί ωραία και τί ύπουλα το κάνει πάντα αυτό ο Ευριπίδης) ως προς την χοροθέτηση των δύο φύλων στην καπιταλιστική αστική κοινωνία: «Η τραγωδία της πατριαρχίας δεν είναι μόνο η αυτοκαταστροφή του άνδρα εξαιτίας της προσπάθειάς του να κάνει τη γυναίκα σκλάβα του, αλλά και η καταστροφή της γυναικείας αυτοσυνειδησίας, η εξάλειψη όλων των αναμνήσεων της γυναίκας από το προπατριαρχικό παρελθόν της, η παρεμπόδιση της γυναίκας να αντιληφθεί τί ήταν κάποτε, τί είναι σήμερα και τί μπορεί να ξαναγίνει αύριο. Υπάρχουν ακόμα και σήμερα γυναίκες (και όχι μόνο αστές) που δηλώνουν σοβαρότατα ότι το καλύτερο είναι να μείνουν όλα όπως είναι. Έχουν ζυμωθεί τός πολύ με την πατριαρχία ώστε δεν αντιλαμβάνονται καν πόσο έχουν αποξενωθεί από το ίδιο τους το φύλο, σε πόσο βαθμό έχουν γίνει φερέφωνα του άνδρα με τις διακυρήξεις τους ότι «η γυναίκα πρέπει να μείνει γυναίκα». Άλλες γυναίκες πάλι βλέπουν την καταπίεση του φύλου τους ως ένα φαινόμενο παρόμοιο με τον καιρό: όλοι μιλούν για αυτό, αλλά κανένας δεν κάνει κάτι για να το αλλάξει…Η αποτυχία τόσων και τόσων χειραφετητικών προσπαθειών της γυναίκας δεν οφείλεται στην καταπίεση αυτή καθ’ αυτή, αλλά στις ψυχικές συνέπειές της, στο κουρέλιασμα της αξιοπρέπειας, στην καταστροφή της αυτοσυνειδησίας και τελικά της συναίσθησης του τί είναι γυναίκα.»[iv]
Τι είναι η γυναίκα; Είναι αυτή που υποφέρει από την ζωή ή αυτή που την δοξάζει; Η πρώτη, αρχετυπική, επιλογή είναι η Κασσάνδρα. Μια γυναίκα με κάθε δυνατή γνώση για το παρόν και το μέλλον, εκτός από την γνώση του άντρα (λες και αυτή θα διέκοπτε μονομιάς το μοναδικό αυτό χάρισμα). Μια γυναίκα εκτός των προδιαγραφών της κοινωνίας των ρόλων, που γνωρίζει από την αρχή, χωρίς να χρειάζεται καν την μαντική της ικανότητα για αυτό, ότι η αντρική κοινότητα θα την κάνει να πληρώσει ακριβά αυτήν την ιδιαιτερότητα. Το μοντέλο συμπεριφοράς της Κασσάνδρας εξοντώνεται στο έργο από την αρχή.
Στην ενήλικη κινωνία των γυναικών, κύρια μοντέλα συμπεριφοράς στο έργο είναι δύο: Η Ανδρομάχη, μια γυναίκα υπόδειγμα για την ηθική της συμπεριφορά, παραδέχεται το «λάθος» της, την κεκτημένη της δηλαδή σεμνότητα, ως τελική αιτία των δεινών της: «Εγώ ένα όνομα καλό έβαλα στόχο. Το πέτυχα. Γι’ αυτό και τρισχειρότερη η τύχη μου. Όσες ζητούν από τις φρόνιμες γυναίκες αρετές, όλες στου Έκτορα το σπίτι μοχθούσα να τις έχω…Στο σπίτι πάντα έμενα…Κλειστό το στόμα και τα μάτια χαμηλά μπροστά στον άντρα μου… Της αρετής μου η φήμη έφτασε ως τους Δαναούς. Για αυτό και καταστρέφομαι.» Η Ελένη, πάλι, ακολουθεί την επιθυμία της που έφτιαξε τον μύθο της, αυτόν όπου το γυναικείο φύλο είναι μέσο εξουσίας, όχι υποταγής. Η Ελένη ξέρει να διαπραγματεύεται στην γλώσσα των αντρών, με τον αμοραλισμό ενός πολιτικού, αλλά με την βαθιά γνώση της θέσης της γυναίκας στην εποχή της: εκλιπαρεί χωρίς να οικτίρει τον εαυτό της, θυματοποιείται μόνο για να επιτύχει την εύνοια της κοινής γνώμης, δηλώνει την ελεύθερή της βούληση και το δικαίωμα στην σαρκική επιθυμία, χωρίς να αναλαμβάνει την ευθύνη της πράξης της [v], καταλήγει να αναρωτιέται για τα νέα ήθη, -για το αν ο άντρας της έχει δικαίωμα πάνω στην ζωή της-[vi], αλλά δεν στέκεται με θάρρος απέναντι στις δικές της ευθύνες για ό,τι έχει προκαλέσει στις ζωές των άλλων. Σύμφωνα με τον μύθο, τελικά στην Ελλάδα την γλυτώνει. Είναι από αυτές τις γυναίκες που επιβιώνουν επειδή τα καταφέρνουν να επιβιβαστούν , τελικά,…στο κότερο. Ακόμα και σήμερα πολλοί λένε αυτού του τύπου τις γυναίκες χειραφετημένες.
Είναι παράδοξο, ωστόσο, που μόνο η Ελένη αμφισβητεί τα δεδομένα δικαιώματα των αντρών, όπως αυτό που διατυπώνει ο Μενέλαος: «Όσοι πολέμησαν για χάρη της μού την πρόσφερανε, ή να την θανατώσω ή, αν θέλω, στο Άργος να την πάω» . Είναι παράδοξο που κυρίως η Εκάβη, πρώτη και καλύτερη μέσα στον κόσμο των αντρών, επιμένει να επιβληθεί η πατριαρχική τιμωρία, για την ηθική στάση της γυναίκας που διεκδικεί τα δικαιώματα της φύσης της και της ελεύθερης της βούλησης. Η Εκάβη του προτείνει «Και βάλε νόμο για τις γυναίκες όλες: όποια τον άντρα της προδίνει, να πεθαίνει.» Η Εκάβη, η βασίλισσα, η πρώτη από τις γυναίκες, διαλέγει αυτόν το ρόλο για όλες: υποταγή ή θάνατος. Η ομηρία, είναι η μόνη επιλογή αν θες να μείνεις ζωντανός… Ο ρόλος του θύματος είναι βολικός, δεν προκαλεί την μοίρα, όπως η αυτοχειρία. Αλλά η μοίρα προσβάλει πρώτα από όλους τα θύματα…
Τον πόλεμο, σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, φαίνεται ότι τον προκαλούν οι άντρες μεταξύ τους. Κανένας ρομαντισμός, καμία Ελένη, καμία ανώτατη αρχή, αλλά τα πατριαρχικά ταμπού, που οδήγησαν σε κώδικες τιμής και αξιολόγησης της δυτικής σκέψης τέτοιους, που μας οδήγησαν σταθερά στον καπιταλισμό. Και ο Μενέλαος λέει: « Ήρθα σην Τροία όχι για μια γυναίκα, όπως νομίζουν, αλλά για έναν άντρα που την φιλοξενία προσέβαλε κι άρπαξε τη βασίλισσα απ΄το παλάτι.» Οι λόγοι τιμής είναι άλλοι…Η γυναίκα του ήταν έτσι κι αλλιώς εξ΄αρχής κάτι δικό του, περιουσία του. Για αυτό και έπρεπε να το πάρει πίσω.
Αν οι γυναίκες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως περιουσιακά στοιχεία των αντρών, αν μάλιστα αυτό συμβαίνει ακόμα, αν είναι αδύνατον να διαγραφεί τελικά η αίσθηση του θύματος από το ιστορικό μας DNA τότε αυτό που λέει στο τέλος του θρήνου της η Εκάβη, θα συνεχίζει υποχθόνια να ισχύει, αφήνοντας πολίτες κατά τα φαινόμενα ισότιμους και με μεγάλες πολιτικές ευθύνες στο έλεος της κατασκευασμένης πολιτισμικής τους καταγωγής, όπως προέβλεψε και κατοχώρωσε για τις γυναίκες της δύσης η εξελληνισμένη βάρβαρη Εκάβη: «Τρέμω. Κλονίστηκαν τα γονατά μου. Κουράγιο, έρμη. Πάρε τον δρόμο σου. Έφτασε της δουλείας σου ο καιρός».
Η μόνη άλλη εικόνα που γνωρίζουμε είναι της γυναίκας –γεράκι, που μιμούμενη τον ΄πολεμικό’ κόσμο των αντρων, έγινε βασιλικότερη του βασιλέως… Αν όμως ένα τέτοιο γεράκι , χάσει τον γιό της, ή τον άντρα της στον πόλεμο, κανείς δεν απαιτεί από αυτήν να θρηνήσει. Εξορισμένη από το φύλο της, η κυρία Θάτσερ,η κυρία Κοντολίζα Ράις, η κυρία Μέρκελ, δεν έχουν τα δάκρυα των συμπολιτισσών τους να ενωθούν στον πόνο τους και να τις ανακουφίσουν…Μόνες σε έναν κόσμο αντρών, θα αποδεχτούν την γενική κατακραυγή που ένας πολέμαρχος αργά ή γρήγορα θα επισύρει, και τότε ούτε ως μάνες, ούτε ως σύζυγοι μπορούν δικαιωματικά να σταθούν…
Μόνες οι γυναίκες ‘οι θρηνωδοί της ανθρωπότητας΄, όπως αναφέρει η Κατερίνα Κακούρη, θα μείνουν να λυτρώσουν το συλλογικό ασυνείδητο μέχρι την επόμενη ‘θυσιαστική κρίση’ – τον επόμενο πόλεμο…
[i] Στο Borneman, Ernest (μτφ. Κούτροβικ, Δημοσθένης), Η πατριαρχία, ΜΙΕΤ, 1988, Αθήνα, σελ. 678
[ii] Υπενθυμίζουμε ένα σημερινό μοντέλο: όταν οι Χούτου στην Ρουάντα, βίασαν στην γενοκτονία του 1994 τις γυναίκες των Τούτσι, γεννόνταν μαζί τους περί τα 5 χιλιάδες παιδιά, που τώρα μεγαλώνουν, εν μέσω του εμφύλιου σπαραγμού, ως σπέρματα των δολοφόνων της γενιάς τους, μέσα στην θρηνητική αγκαλιά του «εχθρού». Βλέπε New York Times News Service, Sept. 24, 1996, “Tutsi Women bear children of Hutu Rape”
[iii] Μονόλογος της Εκάβης, από την μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα, παράσταση του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, 2010
[iv] Στο Borneman, Ernest (μτφ. Κούτροβικ, Δημοσθένης), Η πατριαρχία, ΜΙΕΤ, 1988, Αθήνα, σελ. 719
[v] Παραδέχεται έμεσα το ότι ενέδωσε σε έναν νέο έρωτα λέγοντας χαρακτηριστικά: «Με τι μυαλό ακολούθησα ένα ξένο, το σπίτι μου προδίδοντας και την πατρίδα; Λοιπόν, την Κύπριδα να τιμωρήσεις. Και πιο τρανός από τον Δία να σταθείς, που ως κι αυτό, ο ηγεμόνας των θεών, δούλος της είναι»
[vi] «Πώς, σε ρωτώ, με ποιό δικαίωμα θα με σκοτώσεις, πώς άντρα μου, δεν θα με σπλαχνιστείς…»
***Ευχαριστώ πολύ την κυρία Βαρβάρα Δούκα για τις βιβλιογραφικές της συμβουλές.
Εμνευσμένο από την παράσταση Τρωάδες του Ευριπίδη, Θεάτρο του Νέου Κόσμου 2009, σκηνοθεσία Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος