Θέατρα σπαρμένα στη Μεσόγειο

Στην γνώση μας για το αρχαίο ελληνικό δράμα και το θαύμα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου υπάρχει μια γενική παρανόηση: Θεωρούμε ότι ο χώρος που παίζεται το αρχαίο δράμα είναι πάντα ένα κτίριο σαν της Επιδαύρου, και φανταζόμαστε μια ευγενή και περιποιημένη κοινωνία να πηγαίνει με άμαξες ως εκεί για να απολαύσει στις λίθινες κερκίδες ωραία έργα του πνεύματος. Αυτό είναι αλήθεια, έχει συμβεί στο παρελθόν και συμβαίνει ακόμα, όμως υπάρχει μια σχετική μετακίνηση χρόνου που πρέπει να λαμβάνουμε πάντα υπόψιν.

Προς δυσαρέσκεια πολλών, που θέλουν το αρχαίο κυκλικό θέατρο να συμβολίζει τον ανεστραμμένο θόλο, την σύνδεση του επίγειου κόσμου με την σφαίρα της γης, τα πρώτα λίθινα θέατρα που σώζονται στην Ελλάδα είναι και τα δύο τετράγωνα. Παλαιότερο είναι το θέατρο του Θορικού, κοντά στα λατομεία του Λαυρίου και ίσως φτιαγμένο περισσότερο για τις συνελεύσεις των εργατών και τους επικήδειους των εργατικών ατυχημάτων. Λίγο μεταγενέστερο το θέατρο Τραχώνων, στον σημερινό Άλιμο, κτίριο κοντά στο Θεσμοφόριο που μάλλον φιλοξένησε και το χορό των 24 χορευτών του έργου του Αριστοφάνη Θεσμοφοριάζουσες το 411 π.Χ. [2]

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
 
Σχεδόν όλα τα δράματα του Αισχύλου , του Σοφοκλή και του Ευριπίδη που γράφτηκαν τον 5ο αιώνα π.Χ., πάντως, πρωτοανεβάστηκαν στο θέατρο του Διονύσου που, για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν το μοναδικό θέατρο προορισμένο για παραστάσεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου.[3] Σήμερα έχουν απομείνει ελάχιστα υπολείμματα από την αρχική αρχιτεκτονική του μορφή. Αυτό οφείλεται τόσο στην ηλικία των κτιριακών εγκαταστάσεων όσο και στο γεγονός ότι για περισσότερο από μισή χιλιετία ανεβάζονταν χωρίς διακοπή έργα που κατά καιρούς εφάρμοζαν καινούργιες τεχνικές, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη να γίνουν ορισμένες μετατροπές και νέες εγκαταστάσεις.

Ο αρχικός πυρήνας του διονυσιακού θεάτρου είναι ο ναός του Διονύσου Ελευθερέα στη Νότια Πλευρά της Ακρόπολης. Μέσα στον ιερό αυτό περίβολο αναπτύχθηκε σταδιακά, από τον 6ο αιώνα π.Χ και έπειτα, το πρώτο θεατρικό κτίσμα. Από την αρχή η δομή του χώρου, χωρισμένη σε σκηνή, ορχήστρα και κοίλον γίνεται εμφανής σε μια οργανική ενότητα όπως ταιριάζει σε δρώμενα που έχουν τις ρίζες τους στη θρησκεία. Γι αυτό και αναπτύχθηκε πρώτα η ορχήστρα, ο χώρος του χορού και του αρχαίου διθύραμβου, το παλαιότερο και πιο θρησκευτικό κομμάτι της αρχαίας δραματουργίας και το πιο κοντινό στην συμμετοχή των Αθηναίων πολιτών. Οι θεατές ίσως να στέκονταν όρθιοι ή να κάθονται σε ξύλινα εδώλια γύρω από το δρώμενο, πάνω στη φυσική πλαγιά του χώρου πλάι στην Ακρόπολη, που αργότερα σκάφτηκα και έγινε το θέατρο του Διονύσου. Ο χώρος των ηθοποιών, η σκηνή, είναι το τμήμα του θεάτρου που αναπτύχθηκε τελευταίο. Αρχικά η σκηνή ήταν ένα πρόχειρο ξύλινο παράπηγμα στην άκρη της ορχήστρας που χρησιμοποιούνταν κυρίως σαν απολυτήριο ή αποθήκη.

Ο Αισχύλος τον 5ο αιώνα ενσωμάτωσε τη σκηνή στη θεατρική δράση (στην Ορέστεια το 458 π.Χ[4]) όπου η σκηνή διευκόλυνε πλέον την είσοδο και την έξοδο των υποκριτών από την κεντρική πύλη. Από εδώ και πέρα οι θεατές κάθονταν ημικυκλικά απέναντι από τη σκηνή, ενώ ο στενός χώρος ανάμεσα στη σκηνή και την ορχήστρα αποτελούσε τον κύριο χώρο δράσης των υποκριτών, το «χώρο των υποκριτών» (το λογείον). Αυτή η πρώιμη σκηνή ήταν αρχικά τελείως επίπεδη. Αργότερα όμως ανυψώθηκε κατά μερικές βαθμίδες πάνω από το επίπεδο της ορχήστρας, προφανώς για να μην κρύβει ο χορός τους υποκριτές από τους θεατές.

Στην περίοδο του Περικλή έχουμε μια επέκταση του Διονυσιακού Θεάτρου που κράτησε μισό αιώνα και αφορά την εξέλιξη της σκηνικού κτίσματος που ενσωματώθηκε κανονικά στη δράση της κλασικής δραματουργίας. Τώρα ο υποκριτής μπορούσε να κάνει είσοδο από τις παρόδους, σα να έρχεται από το λιμάνι ή την πόλη από την δεξιά πάροδο, ή από τους αγρούς από την αριστερή, να βγαίνει από την κεντρική πόρτα, ως έξοδος από το σπίτι του ή το παλάτι. Παράλληλα, μετά από μια πτώση των ξύλινων εδωλίων σε ώρα παράστασης οι αρχιτέκτονες της εποχής αναγκάστηκαν να χτίσουν τις κερκίδες βαθμιδωτά για μεγαλύτερη σταθερότητα[5]. To θεατρικό οίκημα χτίστηκε 12 μέτρα βορειοανατολικά από την πρωταρχική του θέση, ώστε να αφήνει περισσότερο στην ανάπτυξη των τριών μερών του θεάτρου. Στη στροφή του 5ου προς τον 4ο αιώνα, όπως προκύπτει από τα δραματικά κείμενα της εποχής, το σκηνικό κτίσμα είχε διακοσμήσεις και έως και τρεις πόρτες στην όψη του σκηνικού κτίσματος (ή και παράθυρα στις κωμωδίες) ή ακόμα και δύο πτέρυγες που προεξέχουν, όπως εμφανίζεται αργότερα στο λίθινο θέατρο. Κάπως έτσι ήταν το θέατρο όπου ανέβηκαν οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, όπου όπως παρατηρούσε ο Νίτσε:
«όλα συναντιόνται και όλα συμπίπτουν: οι στοχασμοί του φιλοσόφου, τα έργα του καλλιτέχνη και οι αγαθές πράξεις του κόσμου».[6]
Η εικόνα του μαρμάρινου θεάτρου με την εκπληκτική ακουστική και την απερίγραπτη γεωφυσική θέση είναι προϊόντα μιας μεταγενέστερης εποχής, με αφετηρία ίσως κάπου στο 340 π.Χ. μιας εποχής που η αθηναϊκή κοινωνία αρχίζει να αποδίδει φόρο τιμής στους μεγάλους, ήδη, τραγικούς της ποιητές.
Ανάμεσα στο 338 και 336 π.Χ ο Λυκούργος, ρήτορας και πολιτικός που είχε τον έλεγχο των οικονομικών, έδωσε την πιο τελειοποιημένη χτιστή μορφή του θεάτρου και λίγο μετά τον θάνατό του θα δούμε τις κωμωδίες του Μενάνδρου να προσαρμόζονται σε ένα κτίσμα με πολλές δυνατότητες, πολλές όψεις και εισόδους επί σκηνής, ελεύθερη σχέση των ηθοποιών και του χορού, πλήρη αξιοποίηση της στέγης του κτιρίου όπως απαιτείται στα έργα της Νέας Κωμωδίας. Και όλα αυτά σε ένα θέατρο με χωρητικότητα 17 χιλιάδων θεατών και 67 μαρμάρινα καθίσματα των ανώτερων αρχόντων στις πρώτες σειρές.
Η αποφασιστική αναμόρφωση του σκηνικού οικοδομήματος έγινε πρώτη φορά στα ελληνιστικά χρόνια, γύρω στο 200 π.Χ. , οπότε χτίστηκε, δύο μέτρα μπροστά από την πρόσοψη της σκηνής, μια υποστηριζόμενη από κίονες θεμελίωση που προοριζόταν για ένα υπερυψωμένο λογείο, το προσκήνιο. Ο πρώτος όροφος απέκτησε μια ιδιότητα διακοσμητική και ο απέριττος τοίχος του σκηνικού κτίσματος έγινε το πλαίσιο για τα θυρώματα- ένα είδος πλαισίων πάνω στα οποία τοποθετούνταν μεγάλοι ζωγραφικοί πίνακες που περιέγραφαν τη σκηνογραφία του έργου. Από το θέατρο των ιδεών οδηγούμαστε στο θέατρο της ψευδαίσθησης, από το θέατρο του πολιτικού διαλόγου στο θέατρο των εντυπώσεων από το θέατρο της ψυχικής ανάτασης στο θέαμα της σκηνικής δράσης, από ένα θέατρο θρησκευτικό και μυσταγωγικό σε ένα θέατρο υποκριτών- ηθοποιών με ανάγκη για προσωπικό χώρο και αστικές συνήθειες. Από την κυκλική θέαση περνάμε στην μετωπική σχέση κοινού- σκηνής όπου ακόμα και η ορχήστρα σιγά- σιγά «τρώγεται» και ο χώρος του χορού εξαφανίζεται προς χάριν του θεάτρου των ηθοποιών. Το θέατρο του Διονύσου συνέχισε να ανακαινίζεται και να αποκτά το χαρακτήρα της εκάστοτε εποχής ως τον 3ο αιώνα μ.Χ. όπου στα Ρωμαϊκά χρόνια σε αρένα για μονομαχίες και θηριομαχίες και τέλος σε δεξαμενή νερού για παραστάσεις μίμων. Το θέατρο μετά παρήκμασε, χρησιμοποιήθηκε για λατομείο καλύφθηκε με τη σκόνη του χρόνου και αποκαλύφθηκε πάλι τον 19ο αιώνα, χωρίς να μπορέσει ποτέ να ανακτήσει τον αρχικό προορισμό του όπως το θέατρο της Επιδαύρου.

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΘΕΑΤΡΑ


Εντυπωσιακός αριθμός νέων κτιρίων δημιουργήθηκε κατά την Ελληνιστική και την ρωμαϊκή περίοδο. Κύριος προορισμός ήταν η τέλεση σκηνικών αγώνων, αλλά σύντομα εξελίχθηκαν σε κέντρα της πολιτιστικής ζωής και έγιναν απαραίτητος κοινωνικός θεσμός. Για αυτό και πόλη δίχως θέατρο ήταν κάτι το αδιανόητο, όπως δείχνουν οι αφηγήσεις για τα θέατρα στο Ιράν, την περίοδο της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος πραγματικά μετάφερε τον ενθουσιασμό για το θέατρο πέρα από τα ελληνικά σύνορα, σε τέτοιο βαθμό ώστε, όσο ζούσε, ακόμη και η Βαβυλώνα απέκτησε το θέατρό της.

Στα πάμπολλα θέατρα που έχτισαν οι αυτοκρατορικοί αρχιτέκτονες σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, φτάνοντας ως τη Μέση Ανατολή έχουμε πολύ λίγες μαρτυρίες για το είδος των παραστάσεων που ανέβηκαν. Ελάχιστες παραστάσεις έργων του Ρωμαίου κωμωδιογράφου Πλαύτου δόθηκαν σε αυτά (το 2ο π.Χ. αιώνα), ενώ τα έργα του Σενέκα δεν παραστάθηκαν ούτως ή άλλως ποτέ. Λόγος γίνεται σε χρονογραφήματα της περιόδου για παραστάσεις μίμων, που ανταποκρίνονταν στην διαρκώς εκφυλιζόμενη ευαισθησία του κοινού, καθώς και αναπαραστάσεις μαχών και παντομιμικών χορών.
 
ΙΤΑΛΙΑ
 
Στην κάτω Ιταλία και Σικελία (θέατρο Συρακουσών) γίνονταν κανονικά δραματικοί αγώνες από τους Έλληνες που κατοικούσαν εκεί και αυτό βοήθησε στη διάδοση του κλασικού θεάτρου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Θεατρική δράση παρουσιάζεται ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ ενώ ο Σικελός κωμωδιογράφος Επίχαρμος δεν αποκλείεται να συναντήθηκε με τον Αισχύλο σε μια πανηγυρική παράσταση των Περσών για την ίδρυση της πόλης Αίτνα. Ο Ευριπίδης επίσης, λέγεται ότι στη Σικελία βρήκε μεγαλύτερη ανταπόκριση από ότι στην πατρίδα του. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που στην Σικελία υπάρχει θέατρο από τον 5ο π.Χ αιώνα.
ΑΦΡΙΚΗ
 
Στην Κυρηναϊκή και την Αίγυπτο τα ελληνιστικά χρόνια αναφέρονται 7 σημαντικότεροι τραγωδοί του Πτολεμαίου Φιλαδέλφου γνωστοί και ως «Πλειάδα». Δύο κείμενα σώζονται από εκείνη την εποχή που δίνουν μια εικόνα της δραματουργίας των ελληνιστικών χρόνων: Το έργο Αλεξάνδρεια του Λυκόφρονα, ένα απερίεργο κείμενο μονολόγου μιας συνεχούς και αφάνταστα αινιγματικής ρήσης της Κασσάνδρας με προφητείες για την πτώση της Τροίας και το μέλλον των Ελλήνων και το έργο Εξαγωγή του Ευσέβιου. Αλλά δεν γνωρίζουμε ούτε για αυτά τα έργα αν και πώς παραστάθηκαν.[7]
Επίσης, κατά τη διαρκεί του πρώτου καρχηδονιακού πολέμου Ρωμαίοι αξιωματικοί και στρατιώτες είχαν την ευκαιρία να δουν από κοντά ελληνικές θεατρικές παραστάσεις, και το γεγονός αυτό μπορεί να δημιούργησε και να επιτάχυνε την επιθυμία για παρόμοια ιθαγενή τέχνη.

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
 
Τον 2ο π.Χ. αιώνα έχουμε ακόμα και μαρτυρία για παράσταση στην ελληνική γλώσσα στη Ρώμη. Πάντως λίθινο θέατρο χτίστηκε πολύ αργά στη Ρώμη μόλις το 55 π.Χ. από τον Πομπηίο, εποχή που το δράμα της δημοκρατικής περιόδου έχανε τη ζωτικότητά του. Το μνημειακό αυτό αρχιτεκτόνημα, έργο μεγαλειώδες και «προπαγανδιστικό» περισσότερο παρά κτίσμα που προωθεί τη σκηνική εξέλιξη, αντιγράφηκε στην Αφρική, στην Γαλατία, την Ιταλία και την Ισπανία. Το 80 μ.Χ. χτίζεται το γιγαντιαίο Κολοσσαίο, αποκλειστικά για θηριομαχίες και αγώνες των μονομάχων και η στροφή του πληθυσμού σε αυτές τις μαζικές διασκεδάσεις είναι πλέον μια πραγματικότητα εις βάρος των δραματικών παραστάσεων με έργα του παρελθόντος.

Στην ίδια τη Ρώμη στην περίοδο του Τραϊανού (93-117 μ.Χ) μπορούσε κάποιος να δει 175 παραστάσεις τη χρονιά. Ιππόδρομο και αρένα, θηριομαχίες, παντόμιμους, κωμωδίες καταστάσεων του Πλαύτου, ναυμαχίες, κλασικές τραγωδίες γραμμένες κυρίως από… αυτοκράτορες, παλιές τραγωδίες σε απαγγελία με μουσική υπόκρουση για την ελίτ. Αυτή η ελίτ θα πάρει μαζί της τους παντόμιμους και θα φύγει στην Αφρική τον 5ο μ.Χ αιώνα, όταν οι Βισιγότθοι καταλαμβάνουν τη Ρώμη. Τα ερημωμένα θέατρα σε λίγο θα ξαναγεμίσουν.

Θα πρέπει βέβαια να σημειώσουμε εδώ τις πάμπολλες επιθέσεις της χριστιανικής θρησκείας για οτιδήποτε σχετίζεται με την «ειδωλολατρική» αρχαιότητα, που ξεκινώντας με τους αφορισμούς του Τερτιλιανού τον 2ο μ.Χ αιώνα και με κορύφωση από τον Χρυσόστομο με το γνωστό «Ερρέτω η σκηνή! Μακάριοι οι αγνοούντες το θέατρον βάρβαροι»[8] ως την 2η Οικουμενική σύνοδο και τον Θεοδοσιανό Κώδικα του 438 μ.Χ που απαγορεύει σε έναν ηθοποιό να είναι χριστιανός που είναι απόρροιας άξιο πώς διατηρήθηκαν έστω τα θεάματα μίμων στις παρυφές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Θέατρα για διάφορες χρήσεις:


Θέατρο της Περγάμου, με την ορατή ξύλινη εξέδρα που προστέθηκε μετά το 100 π.Χ. από την οποία αγόρευαν οι ομιλητές στις πολιτικές συγκεντρώσεις.
Θέατρο της Αφροδισιάδος: χρησιμοποιήθηκε ως αρένα στα χρόνια του Μάρκου Αυρίλιου. Στους βυζαντινούς χρόνους στεγάστηκαν σε τμήμα του προσκηνίου δ΄το παρεκκλήσια.
Θέατρο της Αντιφέλλου: χτισμένο στα Ελληνιστικά χρόνια, σχεδόν φαίνεται από το Καστελόριζο, με σημάδια ότι τοποθετούνταν ξύλινο σκηνικό.
Θέατρο της Ασπένδου: ανοικοδόμηση στην εποχή του Μα΄ρκου Αυριλίου τ (161- 180 μ.Χ.)το πιο καλοδιατηρημένο ρωμαϊκό θέατρο στη Μικρά Ασία, χωρητικότητας 15 χιλ. θεατών, με ξύλινη οροφή εκπληκτική ακουστική.
Θέατρο της Παλμύρας: περίοδος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, Αδριανός (117 και εξή μ.Χ.)
Θέατρο στη Βόσρα: 106 μ.Χ. – μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ μετατράπηκε σε αραβικό φρούριο
Το Μικρό θέατρο στα Γεράσα: 165-166 μ.Χ χρησιμοποιούνταν για πολιτικές συγκεντρώσεις
Το Θέατρο στην Αλεξάνδρεια: Στη συνοικία Κομ Ελ Ντίκα, βρίσκεται ένα μικρό ρωμαϊκό θέατρο χωρητικότητας 400- 600 θέσεων. Η ιστορική έρευνα δεν επιτρέπει την ταύτισή του με το μεγάλο θέατρο της Αλεξάνδρειας τον 3ο π.Χ αιώνα που σύμφωνα με το Στράβωνα, τον Πολύβιο και τον καίσαρα βρισκόταν στα βόρεια της πόλης και από το οποίο δεν έχουμε κανένα ίχνος. Χτίστηκε τον 4ο μ.Χ αιώνα, πάνω στα ερείπια μιας οικίας, καταστράφηκε από σεισμό τον 6ο με 7ο αιώνα μ.Χ, έγινε χριστιανικός ναός και ανασκαφή του έγινε το 1960-65.
Θέατρο της Πτολεμαΐδος: ένα θέατρο χαμηλότερο από τη σκηνή, που μάλλον για κάποια χρόνια λειτούργησε ως ωδείο και μετά τον 5ο αιώνα μ.Χ μετατράπηκε σε δεξαμενή νερού για την τέλεση αθλοπαιδιών.
Θέατρο των Συρακουσών: Η ιστορία του ξεκινά από τον 5ο αιώνα π.Χ με όλα τα εξελικτικά στάδια του αρχαίου κτίσματος. Το 1914 ανέβηκε εκεί ο Αγαμέμνων του Αισχύλου συμβάλλοντας σημαντικά στην αναβίωση του αρχαίου δράματος στην παγκόσμια σκηνή.
Θέατρο της Εφέσου: χτίστηκε τον 2ο αιώνα π.Χ. τον 2ο μ.Χ αιώνα προστέθηκε μνημειώδης διώροφη πρόσοψη και ξύλινη σκεπή και τον 3ο αιώνα σκάφτηκε δεξαμενή για ναυμαχίες.
Θέατρο της Ιεράπολης, θέατρο της Στρατονικείας,
θέατρο της Περγάμου, θέατρο της Εφέσου.
Προσπαθούσες να φανταστείς τα μάτια αραδιασμένα σ’ αυτά τα θέατρα, πώς κοίταζαν.
Τα συλλογίζεσαι τώρα, καθώς βραδιάζει
και σου φαίνουνται κοχύλια στα χέρια των παιδιών.
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε
Περικλής 495-429 π.Χ
431-404 Πελοποννησιακός πόλεμος
Φίλιππος Β (359-336 π.Χ)
Αλέξανδρος (336-323 π.Χ.)
275 π.Χ. Αντιγονίδες, Πτολεμαίους (Αίγυπτος, Κύπρος, Συρία και Μικρά Ασία ως το 30 π.Χ), Σελευκίδες (υπόλοιπη Ασία)
146 π.Χ. Ρώμη κυρίαρχη όλης της Ελλάδας
 

[1] ΜΑΞΙΜΟΣ, Πλάτων, Αρχαία ελληνικά θέατρα, 2.500 χρόνια φως και πνεύμα, 1998, Αθήνα
[2] GREEN, Richard, HANDLEY, Eric (μτφ. Μάντζιου, Μαίρη) Εικόνες από το Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2000, Ηράκλειο, σελ.38
[3] BLUME, Horst- Dieter (μτφ. Ιατρού, Μαρία), Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., 1989, Αθήνα, σελ. 63
[4] βλέπε TAPLIN, Oliver, The Stagecraft of Aeschylus, Oxford Press,1977, UK
[5] PICKARD- CAMBRIDGE, Theatre of Dionysus in Athens, Oxford Press, 1946, UK, σελ..11
[6] μεταφρασμένο από ΜΑΡΤΙΝΙΔΗΣ, Πέτρος, Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου, εκδ. Νεφέλη, 1999, Αθήνα
[7] LESKY, Albin (μτφ. Χουρμουζιάδης, Νίκος ), Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων,τόμος Β’, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., 1989, Αθήνα, σελ. 442-443
[8] ΣΟΛΟΜΟΣ, Αλέξης, Ο άγιος Βάκχος, εκδ. Δωδώνη, 1987, Αθήνα, σελ. 52
ΙΔΡΥΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ- ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
29 Νοεμβρίου 2004