Σιγανά πατώ στη γη…

Το τοπίο είναι ανορθόδοξο. Μια ομάδα ανθρώπων σε κύκλο, σε μια σιωπηλή αναμονή που σταδιακά διακόπτεται από τον κεραμικό ήχο ενός σερβίτσιου τσαγιού και το μεταλλικό τριγμό από σιδερένια κουταλάκια. Διάφοροι εύρωστοι αστοί, όλοι σε παραγωγική ηλικία, φορώντας αυστηρά ενδύματα, αυτά που θυμίζουν κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως οι δεξιώσεις, τα συνέδρια, οι κηδείες, μέρη που σιωπηλά και φορώντας τα καλά μας πίνουμε απογευματινά ροφήματα.  Ή θυμίζουν μια ορχήστρα εν ώρα διαλείμματος, στην αναμονή ενός επόμενου ψυχαγωγικού γκαλά.

Αλλά ο κύκλος, λόγω των ήχων που γρήγορα συντονίζονται, για να δείξουν τη συχνότητα και τη συνήθεια μιας τέτοιας «τελετουργίας του απογευματινού τσαγιού με ποικίλες αφορμές», έχει κάτι παράδοξο, δεν είναι τοποθετημένος σε σωστό πλαίσιο. Οι καρέκλες είναι σαν αυτές του ελληνικού καφενείου, ο ρυθμός της μουσικής παραλάσσεται ανάμεσα στην καλοκουρδισμένη δυτική ορχήστρα και στον κύκλο του παραδοσιακού ελληνικού μουσικού αυτοσχεδιασμού, οι άνθρωποι έχουν πρόσωπα σκαμένα, ποικίλα, χωρίς την ομοιογένεια του καλοζωισμένου ευρωπαίου αστού, τα βλέμματα όλο και βαθαίνουν, βυθίζονται στη σιωπή, στην αναμονή.

Γιατί όλη αυτήν την ώρα, η παρέα των ανθρώπων βρίσκονται πράγματι εν μέρη βυθισμένοι, μερικά μόνο μέτρα από τη στεριά και μέσα θάλασσα, εκεί που πατάς ακόμα και μπορεί να στεριώσει μια καρέκλα.

Μα γιατί είναι εκεί αυτή η σιωπηλή πομπή; Τι είδους διάλειμμα είναι που σιγά σιγά συντονίζονται, στο ρυθμό της καρδιάς, οι παριστάμενοι, σε μια αυτοσχέδια μουσική ορχήστρα κρουστών; Είναι η ορχήστρα του «απολαμβάνουμε το τσάι στην όμορφή μας παραλία», βρισκόμαστε σε δύο ταυτόχρονους χώρους και χρόνους, σε μια περίεργη μίξη γεγονότων; Ή μήπως είναι μια αστική εξτραβαγκάντζα;

Στο νερό, εκεί στα ρηχά, διπλά στα παντελόνια του σμόκιν και τις τουαλέτες των διάφανων υφασμάτων  ο κύκλος σιγά σιγά γεμίζει εσωτερικά και από άλλα άτομα, ακόμα πιο σιωπηλά με ρούχα καθημερινά, χωρίς τσάι στο χέρι και χωρίς καρέκλα για να ξεκουραστούν. Αλλά και χωρίς πρόσωπο, και χωρίς ταυτότητα, σώματα βυθισμένα μπρούμυτα στο νερό ή ανάσκελα να κοιτούν με πετρωμένο βλέμμα τον ουρανό που δύει ή τα στρεβλωμένα του κουφάρια  να σκουντάνε τις βαλίτσες και να μπερδεύονται στα πόδια των παρακείμενων στην περίεργη αυτή συγκυρία. Μα τους προσέχει κανείς; Δίνει κανείς σημασία σε αυτήν την συντριπτική αλλαγή στο τοπίο; Στην ορμή των νέων που έρχονται;

Οι παραβρισκόμενοι δεν δείχνουν να αντιδρούν, σαν όπως η θάλασσα φέρνει διάφορα σκουπίδια. Μοιάζει σαν αυτή η κοσμογονική έλευση να μην μπορεί να αποκωδικοποιηθεί, συνυπάρχει χωρίς να σοκάρει, το δικαίωμα αντίδρασης του ενεργού πολίτη μετατρέπεται σε ένα ευαίσθητο παθητικό δέκτη της πληροφορίας. Και κάπως έτσι η «ορχήστρα» ολοκληρώνει το έργο της, που καταλήγει σε μια ανάμνηση κομψοτέχνη της υψηλής κουλτούρας Ravel και αποχωρεί. Οι δύο κόσμοι δεν διαδρούν ενώ συνυπάρχουν.

Και τώρα, στην εναλλαγή των εικόνων και του χρόνου,  σειρά έχει η σοπράνο με ένα μαύρο εντυπωσιακό φόρεμα, αλλά ατμόσφαιρα θρηνητική. Θα τραγουδήσει σόλο, μέσα στο νερό.  Στη μια εικόνα τα επιπλέοντα σώματα με τη θάλασσα να παφλάζει στο ρυθμό της ατελείωτης και ατέλειωτης ζωής. Στην άλλη, η εικόνα της μητρικής εγκαρτέρησης, και το τραγούδι της. Δεν είναι μια άρια της Δύσης αυτήν τη φορά άλλα τραγούδι παραδοσιακό. Το Τζιβαέρι, που κρατάει από τη Σμύρνη, που μιλάει για την ξενιτιά, που το έχουμε σιγοτραγουδήσει όλοι κάποια στιγμή στην Ελλάδα, που ο τίτλος του σημαίνει θησαυρός, το πολύτιμο που χάνεται: το παιδί, η πατρίδα, η ελπίδα. Μια μουσική και μια κυρίαρχη γυναικεία εικόνα, μια σειρά από πλέοντα σώματα στη λήθη του υγρού στοιχείου, δημιουργούν έναν καθαρό συνειρμό:  των χαμένων πατρίδων, εκεί που η πύλη της ανατολής, η θάλασσα των συνόρων του Εβρου, πάντα γεμίζει από χαμένες πιθανότητες, από κουφάρια ανθρώπων που δεν πρόφτασαν να ζήσουν το όραμα (sic) της δύσης, από την αναμονή των καλών νέων σε αυτούς που μένουν πίσω και περιμένουν μάταια.

Άραγε θα γυρίσει πίσω όλο αυτό το πλήθος των καλοντυμένων αστών; Που πήγαν, όταν χάθηκαν από την εικόνα; Ποιος θα χειροκροτήσει την τραγουδίστρια; Την βλέπει κανείς; Ή θα πάρει πάνω του τα κρίματα όλων μας ο θρήνος;

Αυτά τα ερωτήματα δεν θα απαντηθούν μέσα από το έργο του Γιώργου Ζαμπουλάκη. Θα μείνουν ως παφλασμός μέσα στην ψυχή του θεατή, σαν μια εικόνα που θα λερώνει μια άλλη εικόνα, σαν μια πράξη που επικαλύπτει μια άλλη πράξη, σαν τον επίπλαστο κόσμο της ευημερίας, της ιλουστρασιόν κουλτουριάρικης ζωής, το όνειρο του Ευρωπαίου αστού, που θα περικυκλώνεται όλο και συχνότερα από την αλήθεια των ηθικών ορίων του. Και μέσα από τις εικόνες για την πραγματικότητα, -που τις ενσαρκώνουν οι πολίτες της Αλεξανδρούπολης, ακριτικής πόλης των συνόρων του Έβρου-, μέσα από τις αυταπάτες της ασφάλειας και της ευμάρειας της δύσης, τις εμποτισμένες με τόση υγρασία από τον πολυκαιρισμό τους αναληθείς εικόνες μια μακάριας ζωής, θα ζητηθεί να βγούμε από τις λιμνάζουσες συνήθεις και σιγανά, σιγανά να ξαναπατήσουμε τα πόδια μας στη γη.