Μια κόντρα μουσική ιστορία πλέι μομπίλ….
Όταν ήμουν στην Τετάρτη Δημοτικού βίωσα τον πρώτο μου μεγάλο πλατωνικό έρωτα: ερωτεύτηκα ένα πλέι μομπίλ. Γενικά τα πλέι μομπίλ δεν μου φαινόντουσαν πολύ όμορφα μέχρι που είδα στην τηλεόραση τον Ντόνυ Όσμοντ. Και μου αποκαλύφθηκε ότι τα πλέι μομπίλ του μοιάζουν, άρα αφενός είναι πρότυπα της αρσενικής καλλονής και αφετέρου είναι εν δυνάμει μουσικοί. Εκείνον τον καιρό η νονά μου- ο βασικός εισαγωγέας πλέι μομπίλ στο σπίτι μιας και ο πατέρας μου θεωρούσε ανόητα τα παιχνίδια με ανθρωποειδή- μου έφερε το πλέι μομπίλ που μου πήρε τα μυαλά: ήταν ο τροβαδούρος με τα γνωστά μαύρα μαλλιά, μαύρο σώμα και κόκκινα πόδια, κρατούσε ένα βιολί με δοξάρι, κουβαλούσε ένα σκύλο και φορούσε ένα καπέλο τριγωνικό με ένα φτερό. Τον ερωτεύτηκα γιατί ήταν μόνος του-όχι σε πακέτο όπως οι σκιέρ, οι νοσοκόμοι, οι καουμπόηδες που είχαμε ως τότε-, γιατί είχε ένα φτερό για να ξεχωρίζει από τους άλλους και γιατί έπαιρνε τα βουνά και τα λαγκάδια, τραγουδούσε στα πανηγύρια και τους γάμους και μετά έφευγε πάλι μόνος, με συντροφιά τον κόσμο του και έναν αλήτη σκύλο. Μόνος άλλαζε την ιστορία του «κοσμικού» τραγουδιού, μόνος -χωρίς να το ξέρει – αντιστάθηκε στην εκκλησιαστική μουσική που κυριαρχούσε το μεσαίωνα, μόνος έφερε την αναγέννηση και την πίστη στις δυνατότητες του «ενός»!
Μετά, όταν μεγάλωσα ανακάλυψα ότι έτσι γεννήθηκε το πανκ. Από κάτι προσωπικό, έξω από την νόρμα της τρέχουσας κατάστασης, έξω από αυτό που είναι στη μόδα. Και για μένα το πανκ έγινε κάτι σαν η έκφραση του διαφορετικού πλέι μομπίλ: φτιαχνόμαστε από το ίδιο εργοστάσιο, για να εξυπηρετήσουμε τον ίδιο κοινωνικό σκοπό, της υποταγής και της διαιώνισης, και αρκεί να εφεύρουμε κάτι μικρό, μιας και είμαστε τόσοι πολλοί, για τον εαυτό μας, για να ξεφύγουμε από τη σειρά, να τη σκαπουλάρουμε.
Από τις αρχές του 70, λίγο μετά το Woodstock, η μουσική σκηνή γιγαντώνεται, με τα κορυφαία συγκροτήματα, στους αχανείς συναυλιακούς χώρους με τη πρωτοφανή διαφήμιση και τις στρατιές των φανατικών θιασωτών. Το ροκ μαζικοποιείται και στο τέλος του 70 έχει γίνει ένα τεράστιο προϊόν στα χέρια των πολυεθνικών εταιριών που στήθηκαν πετραδάκι- πετραδάκι πουλώντας το χαπάκι της διαφορετικότητας. Ροκ ακούς πια και στην Eurovision. Και, κυρίως, όταν ακούς ροκ θεωρείσαι γραφικός και ακίνδυνος. Το ταξίδι της μεγάλης φυγής έχει βρει προορισμό στα πορτοφόλια των πρώτων νεογιάπιδων.
Και μέσα σε αυτήν την μη αναστρέψιμη μουσική μαζικότητα, από εδώ και από εκεί εμφανίζονται νέοι «απόκληροι» που δεν πουλάνε σόλο κιθάρας αλλά γλίτερ, δεν πουλάνε μαγκιά αλλά αμφισεξουαλικότητα, δεν υπόσχονται φυγή αλλά φουτουριστικά ταξίδια. Όσο πιο διαφορετικός είσαι τόσο πιο πολύ ίδιος με εμάς.
Από την άλλη, αν δεν είσαι glamorous, μπορείς να είσαι οργισμένος. Η οικονομική κρίση και οι τρομερές εργασιακές μεταρρυθμίσεις, κυρίως στην κεντρική Ευρώπη και τη Βρετανία, οδηγούν τους νέους να εκφράζονται ακραία, να οικειοποιούνται τους «κυριλέ παρακμιακούς» για να κάνουν μια μουσική εξοργισμένη, πολιτική, μια μουσική που παράγεται άμεσα, διαρκεί λίγο, είναι «εδώ και τώρα». Και να το 1976 οι Sex Pistols έκαναν την παραμάνα νέο σύμβολο του στιλ και επέβαλαν μια νέα εκκωφαντική μόδα που ισοπέδωνε κάθε έννοια καθωσπρεπισμού, δημιουργώντας παράλληλα έναν ευκολοδιάκριτο στρατό. Το πανκ, το πιο πιπεράτο μουσικό κίνημα όλων των εποχών είναι μια νέα ηδονοβλεπτική πραγματικότητα: ακόμα και να μην είσαι μέρος του, χαίρεσαι που υπάρχει γιατί σταθμίζει την «κανονικότητα» και τον «καθωσπρεπισμό» με ακρίβεια ίντσας.
Στο πλευρό των Pistols ξεπηδούν δεκάδες συγκροτήματα που χάνονται πολύ γρήγορα- συνήθως από μεγάλη δόση- αλλά και κάποια που μένουν. Η ευτυχής μίξη έδωσε στους διψασμένους εφήβους, τους τρομοκρατημένους από τις συλλήψεις, τους θανάτους και την περιθωριοποίηση της πανκ, μια μουσική όχι πια για την συναυλία και τον πόλεμο με το κατεστημένο αλλά για το σπίτι, που η γλυκιά μελαγχολία των αρχών της δεκαετίας του 80 – μια μελαγχολία για αυτήν την επανάσταση που απέτυχε και πάλι- μας έκλεισε στο σπίτι να σιγομουρμουρίζουμε την πιθανή μας αυτοκτονία σε κρεβάτια που μυρίζουνε soflan. Και αυτή η μουσική διανθίζεται με ηλεκτρονικές αναζητήσεις από τους παλιούς Kraftwerk ως τους καινούργιους New Οrder που υπογραμμίζουν την αλυσίδα της βιομηχανίας πλέι- μομπίλ. Αν είναι η σειρά μου να μπω στη γραμμή παραγωγής θα μείνω σπίτι. Θα ακούω ήχους βιομηχανικούς και δεν θα τρομάξω όταν τελικά με βρούνε!
Όταν, μετά το aids, η εξωστρέφεια γίνεται μια λαϊκή συνήθεια, ακόμα και η κατάθλιψη είναι εξωστρεφής και αντιληπτή, η μουσική γίνεται το όχημα της απανταχού νεότητας, είτε είναι με την όψη του μεταλλά, είτε του break dancer, του «ανεξάρτητου» ή του φλώρου. Η μουσική είναι μόδα, είναι ταυτότητα είναι ένα δεκανίκι για την γενιά που μεγαλώνει μετά το baby boom, μετά τα ουτοπικά και αφελή ιδανικά, μετά τα πλέι- μομπίλ που μάθαμε να παίζουμε στο δωμάτιό μας εκεί που φτιάχνουμε νοερούς, μοναχικούς κόσμους με πλαστικά ανθρωπάκια να χαμογελάνε. Μερικοί, της γενιάς μας τότε, καταλάβαμε τότε ότι: no, we are not the robots.
Με αφορμή την παράσταση Plastic People, Ομάδα 7, Θέατρο Στούντιο Πρώτες Ύλες, 2007, σκηνοθεσία Βαγγέλης Παπαδάκης