Οι σαρκαστικοί των κόμιξ
Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκ- θεατρολόγος
Παλιά, πολύ παλιά πια, η θεία μου, όταν όλα τα ξαδελφάκια καθόμασταν και διαβάζαμε αμέριμνοι σε μια πολυθέσια κούνια και πίναμε βυσσινάδα το απόγευμα στην αυλή μάς φώναζε από μέσα «Αφήστε πια αυτά τα Μίκυ Μάους και κάντε καμιά δουλειά ». Τα Μίκυ Μάους ήταν μια ολόκληρη ομάδα περιοδικών: τα Μίκυ Μάους και τα Ντόναλντ, τα Τιραμόλα και τα Ποπάι, τα Κάντυ- Κάντυ, η Μάχη, οι Τρανφόρμερς και ο Άρτσι, αργότερα η Μανίνα, το Μπλεκ, το Αγόρι, η Πάττυ και η Κατερίνα, αργότερα ο Αστερίξ, ο Ιζνογκούντ, ο Λούκι Λουκ εναλλάξ με το Σωφεράκι, ή την Πωλέτ για τα κορίτσια, αλλά πάντα και την Βαβούρα γαρνιτούρα και άλλα πολλά ανάλογα με τη θεία και τα ξαδέλφια του καθενός. Και μετά ο καθένας πήρε το δρόμο του για να διαβάζει μόνος τις μοναχικές ώρες της μεταεφηβείας, άλλοτε κρυφά και άλλοτε ενοχικά, την μεγάλη ανακάλυψη της σημερινής γενιάς των early 30s: το Παρά Πέντε, το Μικρό Παρά Πέντε και την ιέρεια όλων Βαβέλ, τον Κόκκορα και το Show Business και τη μικρή Μαφάλντα. Να μια εκδοχή των 80ς που ύπουλα κατόρθωσε να επιβιώσει και να διαμορφώνει και στους νεότερους εκείνο το σαρκαστικό χιούμορ της μεγάλης μεταβατικής δεκαετίας πριν αλλάξει ο αιώνας μαζί με κάτι παλιοσειρές (ναι όπως στο στρατό) σαν το “Παντρεμένοι με παιδιά” (το ξαναβλέπουμε με χαρά καθημερινά στο Μακεδονία ΤV).
Τα κόμιξ- όχι τα νουάρ, τα πολιτικά, τα ψυχολογικά, τα ερωτικά αλλά αυτά που ακολουθούν το σουρεαλισμό, τα γκαγκ, τις φάρσες, τις ανατροπές και τις ανοησίες που γουστάραμε παιδιά, δηλαδή στα κόμξ- κόμιξ- και οι δημιουργοί τους που για τη νέα γενιά είναι πια οι κλασικοί: κοντά στους κομιξάδες μετά την 11η Σεπτεμβρίου και όλη την αλλαγή που έφερε στη θεματολογία και τη μεικτή τεχνική θα υπάρχουν πάντα και οι «μεγάλοι σαρκαστικοί» με το χιούμορ που ξεκόλλησε το δέρμα από τα κόκαλα και βοήθησε αυτό που πρέπει να συνηθίσουμε να κάνουμε από εδώ και πέρα: να ανοίγουμε και να κλείνουμε το πικρό τετράδιο της μέρας με την άλλη όψη του δραματικού: το υπέροχα κωμικό.
Μερικούς από αυτούς θα σας θυμίσουμε εδώ, αυτούς που τίμησε για 10 χρόνια η Ομάδα Θέαμα του Γιάννη Κακλέα στα μισογκρεμισμένα εργοστάσια του Φιξ και τις αποθήκες του Τεχνοχώρου στη Νεάπολη, εκεί που μας αφήνανε να πιούμε και να καπνίσουμε μέσα στο θέατρο όταν ήμασταν 16, μερικούς από αυτούς που μοιραστήκαμε με τους φίλους μας ή κρατήσαμε για την πάρτη μας και μόνο γιατί έλεγαν πολύ περισσότερα σε εμάς από αυτά που θέλαμε να μοιραστούμε…
Αρκάς «Ο ευνουχισμός δεν είναι κληρονομικός»
Εμφανίστηκε στη μέση της δεκατείας του 80 με τον Κόκορα και το Γουρούνι του να φιγουράρουν τις επόμενες χρονιές σε όλα τα φοιτητικά «εξαρχειακά» ντυσίματα που σέβονταν τον εαυτό τους. Όταν αρχίσαμε να τον διαβάζουμε, ήμασταν σίγουροι ότι πρόκειται για κάποιον ξένο, της ίδιας σχολής ή κλάσης με τον Quino ας πούμε, και στοιχηματίζαμε γι΄αυτό. Με τα τσιτάτα που η γενιά των 30 something ακόμα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, διαμόρφωσε το νέο χιούμορ και επανεφυήρε τη σημασία του αυτοσαρκασμού και της κυνικής γλώσσας της ευνουχισμένης μεταγιάπικης νεολαίας. Αν οι υψηλότερες στιγμές της φιλοσοφίας είναι αυτές που αρθρώνουν σοφές απαντήσεις σε παιδικά ερωτήματα, οι κορυφαίες εκδοχές του χιούμορ είναι αυτές που αρθρώνουν σοφά ερωτήματα σε θέματα για τα οποία δεν υπάρχει καμιά απάντηση. Αυτό έκανε και κάνει ο Αρκάς και μας κάνει να κρυφογελάμε συνέχεια όταν δεν γελάμε πολύ δυνατά.
«-Μάγειρα, το φαϊ είναι γεμάτο τρίχες!
-Και λοιπόν, τι θες; Τσατσάρα;» ΑΡΚΑΣ
«- Και όσο σκέπτομαι ότι παλιά ήθελα πολλά παιδιά!…Θεέ μου!…Αν ένα παιδί είναι τέτοιο βάσανο. Τότε τι θα ήταν δύο και τρία;
-Πέντε.»ΑΡΚΑΣ
«-Γιέ μου τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
– Ορφανός!»ΑΡΚΑΣ
ΑΛΤΑΝ «Σχεδιάζω τους ομοίους μου»
Γεννήθηκε στην Ιταλία το 1942 και αργότερα πήγε να σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Ένας φίλος του τηλεφώνησε μία μέρα του 1967 και τον ρώτησε αν ήθελε να πάω να δουλέψει στη Βραζιλία. Είπε αμέσως ναι, και η ζωή του άλλαξε τελείως. Ανακάλυψε την απέραντη φτώχεια, και η άποψή του για τον κόσμο άλλαξε οριστικά. Αυτό Γύρισε στην Ευρώπη με την πεποίθηση ότι πρέπει όλοι να αλλάξουν τη ζωή τους, τις αντιλήψεις τους για τον κόσμο. Όταν άρχισε να κάνει γελοιογραφίες, ήξερε ότι δεν θέλει να δώσει κάποιο μήνυμα και προσπαθούσε να μην είναι η πολιτική το κυρίαρχο στοιχείο στη δουλειά του. Δεν σχεδιάζει ποτέ με την ιδέα να κρίνει ή να καταδικάσει. Δεν αντιμετωπίζει την πολιτική σαν δικαστήριο αλλά σαν θέατρο. Δεν συμμετέχει ποτέ σε συμβούλια και σε συντακτικές ομάδες. Στέλνει, καμιά φορά, τη γνώμη του με φαξ. Πολλοί έχουν γράψει ότι τα πρόσωπα του είναι αρχέτυπα της καθημερινής ζωής. Τα περισσότερα πρόσωπα που σχεδιάζει επιστρέφουν ξανά και ξανά: ο πατέρας και ο γιος, η γυμνή γυναίκα σε στιλ pin up και πολλά άλλα. Τα σχέδιά του είναι σαν τις φυσικές αντιδράσεις του. Προσπαθεί να δείξει τα λάθη των συλλογισμών ή την πονηρή λειτουργία των διαφόρων αναλύσεων που γίνονται μόνο και μόνο για να δικαιώσουν απατεωνιές. Αυτό που προσπαθεί να κάνει με τη δουλειά του είναι να προφυλάξει τον εαυτό του και τους φίλους του από το λήθαργο. Και αν ζωγραφίζει άσχημα, τα λέει σίγουρα πολύ καλά
« -Ο άντρα μου πνίγηκε μέσα στην μπανιέρα.
– Τυχερή! Ο δικός μου δεν πλένεται ποτέ.» Αλτάν
«-Μπαμπά, δεν πιστεύω σε τίποτα.
-Κωλόφαρδε!»Αλτάν
Quino «Το μεγάλο πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι ότι όλοι θέλουν να είναι ο πατέρας»
Η ιδέα για την Μαφάλντα ήταν να δημιουργήσει μια κανονική οικογένεια με τον πατέρα τη μητέρα και τα παιδιά. Ήταν η εποχή που το φεμινιστικό κίνημα βρισκόταν στο φόρτε του. Ένα κοριτσάκι, ως βασική ηρωίδα, θα ήταν ό,τι καλύτερο μιας και, όπως λέει ο Quino, τα κοριτσάκια είναι πολύ πιο ξύπνια από τα αγόρια, πιο ανήσυχα, Ενώ τα αγόρια σκέφτονται πιο καθημερινά πράγματα…
Ο κόσμος του Quino είναι παθητικός και τραγικός, μελαγχολικός και δυστυχής, ευγενικός και άγριος. Μόλις έκλεισε η παρένθεση της ομιλητικής, εύγλωττης, σχεδόν επιτηδευμένης Μαφάλντα, τα κείμενα στις φούσκες του Quino μικραίνουν συνέχεια, κοντεύουν σχεδόν να εξαφανιστούν. Με βαθύ σεβασμό στο κοινό, βρίσκει τον τρόπο να μιλάει για όλες τις δυσάρεστες καταστάσεις αυτού του κόσμου, τα ναρκωτικά, τη βία, την καταπίεση, χωρίς να γίνετε χυδαίος. Και το μήνυμα δυναμώνει και βαθαίνει. Δεν είναι ένα μήνυμα αισιόδοξο, αλλά μας κάνει να γελάμε μέχρι δακρύων.
Κάποιος κύριος περιμένει στην ουρά για να πάρει ένα πιστοποιητικό γέννησης. Μετά πάει σε ένα άλλο γραφείο, περιμένει κι εκεί στην ουρά, δείχνει το πιστοποιητικό γέννησης και του λένε: «Τώρα πρέπει να αποδείξετε ποιός λόγος υπήρχε να γεννηθείτε;» Quino
Reiser «το να λυπάσαι τους ανθρώπους είναι ένδειξη χαμηλής νοημοσύνης»
«Μπορείς να φανταστείς έναν τύπο χωρίς τίποτα, αλλά ποτέ χωρίς μύτη. Η μύτη είναι το πιο σημαντικό σε ένα πρόσωπο. Στην αρχή ήμουν τόσο κομπλεξαρισμένος που σκιτσάριζα ανθρώπους χωρίς μάτια. Ήταν εντελώς ζαρωμένοι, με κυρτές πλάτες. Δεν φαινόντουσαν. Ήταν σαν παραλλαγή παλτών.» Έτσι περιγράφει τα πρώτα του βήματα ο Ρεζέ, ο δημοσιογράφος του σκίτσου. Καλλιτέχνης της «πιάτσας» μεγάλωσε εσωτερικός σε ένα αγρόκτημα- η μητέρα του ήταν παραδουλεύτρια σε πλούσια σπίτια- και όταν γύρισε στο Παρίσι έκανε δουλειές του ποδαριού για χρόνια και εκεί καλλιέργησε το επιθετικό του χιούμορ. Σκιτσάρει πολύ συχνά γυναίκες , κάτι όχι τόσο συνηθισμένο στο χώρο των σατιρικών κόμιξ, στο ίδιο μπόι με τους άντρες. Αυτό αρκεί για να μην είναι ένα σκίτσο πολύ φαλλοκρατικό και είναι το αλφαβητάρι του πολιτικού σκίτσου. Για παράδειγμα να μην σκιτσάρεις το αφεντικό πιο χοντρό απ΄τον εργάτη. Αυτό πάει να πει ότι μπορεί να είναι τόσο αγροίκος ο ένας, όσο και ο άλλος. Πριν το θάνατό του στα 42 του το 1983, πίστευε ότι «με την ανεργία θα έπρεπε να υπάρχει βία. Πλησιάζουμε σε μία κοινωνία, εντελώς γαλήνια. Είναι μια διαδικασία που επιτελείται. Όλος ο κόσμος έχει να φάει.» Θα θέλαμε πάρα πολύ να δούμε πώς θα σχολίαζε τη σημερινή πραγματικότητα.
«-Ο αυνανισμός βαράει στα αυτιά.
-Τι; Χαλάσανε τα αυγά;» Reiser
Vuillemin «Δεν χρησιμοποιώ μελάνι, χρησιμοποιώ βιτριόλι»
Ο πιο ανίερος κομιξογράφος ποτέ, ο Βιγιεμέν, γνήσιος συνεχιστής της παράδοσής του Reiser, επικεντρώθηκε στο αίσθημα που δίνει το πρωτόγονο και βίαιο σχέδιο, αυτό που μοιάζει με ανάγλυφο πάνω στο χαρτί, με φιγούρες που πάλλονται, ζουν. Tα κόμιξ του έχουν ως ήρωες πρεζόνια και περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα την απελπισία της ζωής τους∙ τους παρουσιάζει ακόμα πιο πολύ βουτηγμένους στην αθλιότητα απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα. Ένα είδος χιούμορ που βγαίνει μέσα από την απόγνωση. Από που πήρε την έμπνευσή του; «Τα πρώτα κόμιξ που διάβασα ήταν θρησκευτικά, βίοι αγίων σε κόμικς! Με τον αδερφό μου, όλες τις ελεύθερες ώρες μας, σχεδιάζαμε, φτιάχναμε, δικά μας περιοδικά. Αργότερα ανακάλυψα στο τον Crumb και τον Φριτς τον γάτο του. Με έσωσαν, αλλιώς σήμερα μάλλον θα ήμουνα τυροκόμος στο χωριό μου. Δεν μου αρέσει το χλιαρό, το επίπεδο χιούμορ. Λατρεύω, ας πούμε, τις ιστορίες των Simpsons. Δεν είναι ποτέ γραμμικές. Υπάρχει μια κόκκινη γραμμή στην αρχή, που την ξαναβρίσκεις στο τέλος. Ενδιάμεσα, γίνεται χαμός. Ακόμα και το πιο «αηδιαστικά» και τα πιο «σιχαμένα» πράγματα δεν με ενοχλούν, αν δεν είναι χυδαία. Πρέπει να τα επεξεργάζεσαι σε ένα δεύτερο επίπεδο, να κρατάς κάποια απόσταση. Μπορεί να πιάνεις και σκατά, φτάνει να το κάνεις με χάρη. Κάποιοι πιστεύουν ότι θέλω να προκαλώ, αλλά εμένα δεν μου αρέσει καθόλου η πρόκληση για την πρόκληση.»
«-Απαγορεύεται αυστηρά να αφοδεύετε πάνω στο γκαζόν.
-Αν θέλετε μπορώ να τα ξαναβάλω στον κώλο μου.» Vuillemin
Édika «Ευτυχώς δεν σέβομαι τίποτα»
Το στυλ του Édika, που ελάχιστα έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, τον έχει καθιερώσει ως ίσως τον μεγαλύτερο σύγχρονο σατιρικό σχεδιαστή κόμικς.
Διαθέτει χιούμορ που σκοτώνει. Με το πενάκι. Ο βασικός του στόχος είναι ο «ιερός θεσμός» της οικογένειας της οποίας αλλάζει τα φώτα. Αναφέρεται στην καθημερινή ζωή μιας παραδοσιακής οικογένειας: πατέρας, μητέρα, δύο χαριτωμένα παιδάκια- ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι, ενίοτε δε και ένα νεογέννητο μωρό- και ο γάτος τους, ένας νάρκισσος που ακούει στο όνομα Κλαρκ Γκέημπλ. Το τι κάνουνε εκεί μέσα δε λέγεται…Αν και το σεξ αποτελεί μόνιμη αναφορά στις ιστορίες του, το σενάριο είναι σα χείμαρρος , πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο, σαρώνοντας στο πέρασμά του κάθε σύμβαση, κάθε καθωσπρεπισμό, κάθε συμβατικότητα. Ο Édika εξαφανίζει τα συντηρητικά κατάλοιπα και αντιστάσεις, μετατρέποντας τα κόμικς του σε μία ακατάσχετη σουρεαλιστική ψυχανάλυση. Το κενό που δημιουργείται το καταλαμβάνει το γέλιο: πηγαίο, αυθόρμητο, λυτρωτικό, στην έχει στημένη εκεί που δεν την περιμένεις.
Ralf KÖNIG «Η πιο επώδυνη περιπέτειά μου»
Ο καλύτερος τρόπος να παρουσιάσει κανείς τον δημιουργό του εκκεντρικού για την δεκαετία του 80 κόμιξ του «Τρελές αδελφές», είναι μέσα από μια επιστολή που έστειλε σε όλους όσους ήξερε:
«Γειά!
Ετοιμάζω ένα καινούργιο κόμικ με το εξής σκεπτικό: μαζεύω περιστατικά που έχουν συμβεί σε φίλους για να τα μεταφέρω σε εικόνες.Ψάχνω λοιπόν για κάθε παράξενη ιστορία, ασκεί ή δυσάρεστη (θα εκτιμηθεί ιδιαίτερα το είδος «Η πιο επώδυνη περιπέτειά μου»), σύντομη ή μεγάλη, βγαλμένη από την καθημερινή μας ζωή ως ομοφυλοφίλων, και κατάλληλη να γίνει κόμικ. Δηλαδή, από τη ζωή της νύχτας, των σπορ, των διακοπών και ,κυρίως, από την κραιπάλη.Ορκίζομαι (φυλάω σταυρό) ότι θα είμαι διακριτικός και δεν θα εκθέσω οποιονδήποτε ενοχοποιείται μέσα σε αυτές τις ιστορίες και επιθυμεί να μην αποκαλυφθεί το μυστικό του…Μη νομίσεις ότι στέρεψα από ιδέες , αλλά το κόνσεπτ αυτό μου φαίνεται φανταστικό και θέλω πολύ να το κάνω.Μπορείς να μου στείλεις την ιστορία σου με γράμμα, να μου την πεις από το τηλέφωνο ή, αν θέλεις, να έρθεις από το σπίτι μου για ένα τσάι.
Ψάξε λοιπόν καλά τη μνήμη σου, και περιμένω τη συμμετοχή σου με μεγάλη ανυπομονησία!»
Φιλάκια
Ραλφ
Jean–Jacques Sempé «Το πάθος είναι θέμα χαρακτήρα»
Το ότι σχεδιάζει τόσο συχνά ανθρωπάκια τελείως χαμένα μέσα σε ένα περιβάλλον που τα αποδιοργανώνει, είναι για τον δημιουργό του «Μικρού Νικόλα» μία μορφή εξέγερσης. Αν δεν τους δίνει οδηγίες για το πώς να βγουν απ΄αυτήν την κατάσταση, είναι γιατί ούτε ο ίδιος ξέρει πώς… Το σίγουρο είναι ότι χωρίς εξέγερση δεν υπάρχει χιούμορ. Παρά τις όποιες δυσκολίες οι ήρωες του αντιστέκονται, έχουν πάντα την ελπίδα ότι θα ξεφύγουν. Εξάλλου το όνειρο- ή η επιθυμία- να ξεφύγει κανείς από την κατάσταση του είναι τόσο παλιά, όσο ο κόσμος. Έχει σχεδιάσει και ανθρώπους που ζουν στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη και ονειρεύονται ότι βρίσκονται σε ένα σπιτάκι στο βουνό, με δύο πρόβατα, μια κότα και ένα κουνέλι. Η δουλειά του δεν είναι να στιγματίζει ή να περιφρονεί. Είναι να διασκεδάζει, να προκαλεί γέλιο ή απλούστατα…να σχεδιάζει. «Κατά τα άλλα» όπως ο ίδιος ομολογεί «δεν έχω κανένα μήνυμα να δώσω»
ΤΡΟNCHET «Είμαι ένα κτήνος!»
Ένας δημιουργός που καταφέρνει να φέρνει στην επιφάνεια τους βαθύτερους φόβους μας, απέναντι σε θέματα ταμπού, όπως είναι ο θάνατος, η αρρώστια, η μιζέρια, η ανεργία, μαζί με μια καλή δόση χιούμορ. Φαίνεται να του αρέσει να προβάλλει αυτήν την κάπως μαύρη και κάπως απελπισμένη εικόνα, για τον εαυτό του και τη ζωή, παρά να δείχνω την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων.
Από τη ζωή του, όπως λέει ο ίδιος, περιμένει: Μια γυναίκα πολυέξοδη, αλλά την έχει ήδη, ένα επάγγελμα που να τον παθιάζει και με το οποίο να μπορεί να εκφράζει ό,τι έχει μέσα του, αλλά και αυτό το έχει ήδη, και να του κάνουν συνεντεύξεις που να αποκαλύπτουν στο κοινό την τεράστια πρωτοτυπία της δουλειάς του και το μεγαλείο της προσωπικότητάς του…
KAZ = Kazimieras Prapuolenis
«Κάποιος επέμενε κάποτε να μάθει αν θα ήθελα ποτέ να ζω στον κόσμο που σκιτσάρω και αναγκάστηκα να απαντήσω «Τις περισσότερες φορές όχι!». Αφομοιώνομαι από το σύμπαν το οποίο δημιουργώ, αλλά ταυτόχρονα είμαι και ο κυρίαρχος αυτού του σύμπαντος, δεν πρόκειται να του επιτρέψω να με βλάψει.
Με κάνουν και γελάω τα πιο φρικτά πράγματα. Αλλά το χιούμορ πρέπει να είναι επιθετικό, δεν γίνεται αλλιώς.»
Ο νεότερος δημιουργός της μεγάλης αυτής παρέας επάξια μπαίνει στο Πάνθεον των κλασικών, αφού αποτελεί την πιο καίρια γέφυρα της παλιότερης γενιάς με τους μετα- μεταμοντέρων κομιξογράφων. Λιθουανικής καταγωγής, γέννημα θρέμμα του Νιού Τζέρσι, πρόλαβε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι το χιούμορ του είναι ένα μεταμοντέρνο πολυπολιτισμικό χάος και ας τον σάπιζε στο ξύλο ο πατέρας του. Σα να βουτάς το ένα πόδι σου στα νερά της Βαλτικής και το άλλο στο μητροπολιτικό έλος του ποταμού Χάντσον. Αυτό το χάος μετέφερε σχεδόν αυτούσιο στα κόμικς του, εμπλουτίζοντάς τα με διάφορα ζοφερά πλάσματα της φαντασίας του: κυρίες που αντί για σκύλους βγάζουν στο δρόμο βόλτα σκελετούς, παιδάκια-αντεροβγάλτες, γιατρούς-αποκεφαλιστές, αποβράσματα της κοινωνίας με κινητά τηλέφωνα, περιφερόμενες γουρουνοκεφαλές. «Ο λόγος που χρησιμοποιώ βία κατά κόρον στη δουλειά μου είναι γιατί για μένα είναι ένα είδος εξαγνισμού, ο ασφαλέστερος τρόπος να αντιμετωπίσω τη φρίκη του κόσμου. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι, αν βάλω τα δυνατά μου και παίξω μαζί της, θα αποκτήσω τον πλήρη έλεγχό της. Ομολογώ βέβαια ότι σπάνια αντικρίζω την αληθινή βία. Τα πιο πολλά ερεθίσματά μου τα αντλώ από τα μέσα ενημέρωσης. Στα πρώτα μου σχέδια σκιτσάριζα ένα σωρό τέρατα, γυμνές γυναίκες και μάχες. Έφτιαχνα ιστορίες για ένα μικρό αγόρι που εξόντωνε όσους δεν γούσταρε. Θυμάμαι ότι οι συμμαθητές μου είχαν πάθει την πλάκα τους με τις ικανότητές μου. Κι εγώ με τη σειρά μου είχα εκπλαγεί που ήταν τόσο ατάλαντοι οι μπουμπούνες!»
Όταν ξεκίνησε το χιουμοριστικό στριπ «Underworld», διοχέτευσε σε αυτό όλες τις σκοτεινές εμμονές του, όλη τη φρίκη και την βία τύπου «ω! τι πλάκα που αυτού του κόψανε το κεφάλι» και πολλοί νόμισαν ότι αυτό που είχε να πει ως καλλιτέχνης σταματούσε εκεί. «Αν κατορθώσεις να υποτάξεις τη σκοτεινή πλευρά σου» όπως αναφέρει ο ΚΑΖ, «αν παίξεις μαζί της σα να είναι κουδουνίστρα, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να την αφήσεις να εισβάλει στην πραγματικότητά σου, να γίνεις αληθινά κακός.» Και έτσι έγινε πραγματικά… καλός!
«-Μαμάκα! Όταν μεγαλώσω, θα κερδίσω ένα εκατομμύριο δολάρια, θα αγοράσω ένα όπλο και θα βγω στην τηλεόραση!
-Καλά, τι σόι μαλάκας είσαι εσύ;
-Εεε…Αμερικάνος μαλάκας.»ΚΑΖ
Όποια και αν είναι η προέλευσή του χιούμορ, είτε μέσα από την παραποίηση της γλώσσας του μυαλού ή του σώματος, είτε από το γκροτέσκο ή το απρόβλεπτο της καθημερινότητας, πάντοτε προσπαθεί να μας παρηγορήσει, στην αρχή ίσως στιγμιαία, αργότερα επαναληπτικά, για την αφόρητη μοναξιά της ασυνεννοησίας μας. Και όπως είπε και ο Γιάννης Μποστατζόγλου, πρωτοστάτης των κόμιξ (τότε) του Τεχνοχώρου «Και τελικά αυτός που απομυθοποιείται, αυτοσαρκάζεται, αυτοσατυρίζεται, αυτός είναι σημαντικός άνθρωπος. Οι σοβαροφανείς, εμένα προσωπικά, μου σπάνε τ΄αρχίδια».
Με αφομή την παράσταση Υπς- Μια παράσταση κόμιξ, 200, Τεχνοχώρος, δκηνοθεσία Γιάννης Κακλέας, Ομάδα Θέαμα
· Ευχαριστούμε τα περιοδικά Παρά Πέντε και Βαβέλ, τις εκδόσεις των Διεθνών εκθέσεων της Βαβέλ και την Ομάδα Θέαμα για το πλούσιο υλικό που εξέδωσαν στα πολλά τους έντυπα και μας διαφώτισε για αυτό εδώ το κείμενο.