Χάνεται αυτός που φεύγει. Η πέτρα είναι βαριά στον τόπο της.
Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκη – θεατρολόγο
Το έργο Εμιγκρέδες του Σλάβομιρ Μρόζεκ, γραμμένο το 1973, παραμένει 30 χρόνια μετά εξαιρετικά επίκαιρο. Ίσως, γιατί η ιστορία κάνει σπείρες και επαναφέρει τα πράγματα ξανά και ξανά στην καινούργια αρχή τους: οι συντελεστές της παράστασης έχουν πολλά να συνδυάσουν, να παραλληλίσουν ή να ξανασκεφτούν σε σχέση με την καθημερινή ζωή τους στην Ελλάδα και τα διδάγματα μια όμοιας ιστορίας. Ή ίσως γιατί, όπως αναφέρει η μεταφράστρια του έργου Έρση Βασιλικιώτη, «οι μεγάλες αλήθειες σε κάθε πραγματικό έργο τέχνης μπαίνουν στο αίμα μας ανεπαίσθητα». Άλλοτε με την κριτική απόσταση στην ιστορία, άλλοτε με το πάθος και την υπερβολή του καθημερινού αγώνα, αλλά πάντα ποτισμένοι από τη γοητεία και το στοχασμό του έργου του Μρόζεκ ο Λαέρτης, ο Λευτέρης, η Μιγκέν, ο Φίλι και ο Νικόλας αναπτύσσουν μια εναλλακτική δραματουργική ανάλυση για την παράσταση που είδατε ή θα δείτε…
Τζω: Πώς αποφασίσατε να μπείτε σε αυτήν την καλλιτεχνική περιπέτεια;
Καραφίλ- Φίλι- Σένα: Εμείς σε αυτήν τη χώρα ήρθαμε ως μετανάστες. Aναγκαστήκαμε να κάνουμε οποιαδήποτε δουλειά προκειμένου να επιβιώσουμε. Αλλά δεν είχαμε ξεχάσει το θέατρο. Πάντα μέσα μας υπήρχε μια μικρή ελπίδα ότι θα μπορούσαμε κάποια στιγμή να εκφραστούμε και ως ηθοποιοί. Όλα αυτά τα χρόνια νομίζω ότι αυτή η ελπίδα δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Βασικοί λόγοι που κάνουμε αυτήν την παράσταση ήταν η δική μας εσωτερική ανάγκη καθώς και η επιθυμία μας να προσφέρουμε κάτι τόσο στους συμπατριώτες μας όσο και σε άλλους αλλοδαπούς που ζούνε εδώ στην Ελλάδα. Πιστεύουμε ότι και το θεατρόφιλο ελληνικό κοινό θα μας τιμήσει με την παρουσία του και θα μας βοηθήσει ουσιαστικά με την κριτική του. Επιλέξαμε τους Εμιγκρέδες του Σλάβομιρ Μρόζεκ, επειδή αναφέρεται στους μετανάστες και αφορά την καθημερινή μας ζωή.
Λευτέρης: Στην παράσταση κάποιοι είμαστε ομογενείς και κάποιοι Αλβανοί. Μαζί Έλληνες και Αλβανοί, θέλουμε να δώσουμε ένα καλό παράδειγμα
Τζω: Μέχρι το 1991, που ήρθατε στην Ελλάδα, ήσασταν επαγγελματίες ηθοποιοί σε κρατικά θέατρα της Αλβανίας. Πώς ήταν τα πράγματα εκεί; «Aντιστεκόταν» το θέατρο στο καθεστώς;
Φίλι: Πριν το 1990, θα έλεγα ότι επαγγελματικά, τουλάχιστον, δεν ήταν δύσκολα τα πράγματα.. Το καθεστώς ενδιαφερόταν γιατί είχε συμφέροντα, έκανε προπαγάνδα μέσα από το θέατρο, πέρναγε την ιδεολογία του και την πολιτική του γραμμή. Τελειώνοντας την Ακαδημία Καλών Τεχνών είχες αμέσως δουλειά. Κάθε θέατρο ήταν υποχρεωμένο να δεχτεί και να έναν «φρέσκο» ηθοποιό. Αλλά καλλιτεχνικά καταπιεζόμασταν πάρα πολύ. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ανεβάζουμε έργα που δεν μας αφορούσαν, που δεν μας άρεσαν. Είχαμε ανεβάσει και κινέζικα έργα μόνο και μόνο «για να κάνουν τη δουλειά τους». Αν έβγαινες από τη «γραμμή», υπήρχε ποινή. Σε λίγες περιπτώσεις, όταν ανεβάσαμε έργα όπως του βραζιλιάνου Βιας Γκόμες «Το σπίτι της Ματίλντας» ή του Μιχαήλ Σεμπαστιάν «Το αστέρι χωρίς όνομα», είχαμε αισθανθεί ικανοποίηση γιατί ο λόγος μας χτυπούσε εσωτερικά και ύπουλα το καθεστώς. Ήθελε, όμως, πολύ προσοχή και μεγάλη τέχνη γα να περάσεις μηνύματα κάτω από τη μύτη τους. Όλα αυτά ήταν ωραία και θέλανε τέχνη, εξυπνάδα, ταλέντο. Αλλά το παράξενο μετά το’90, όταν είπανε «Ορίστε, ήρθε η δημοκρατία», ας την λέμε έτσι, «ορίστε κάνετε αυτήν την τέχνη που θέλετε, αυτήν την τέχνη ελεύθερα, όπως την ονειρεύεστε και με τις απαιτήσεις που είχατε», όλοι σταματήσαμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Νομίζω ότι δεν είχε περάσει ο χρόνος, ώστε τα πράγματα να ωριμάσουνε και αυτό το μυστικό, το «κρυφό», που μας άρεσε τόσο πολύ παλιότερα δεν υπήρχε πια. Όλα ήταν φανερά. Λέει κάπου στο έργο του Μρόζεκ: «Μπροστά στη δικτατορία όλοι είναι ίσοι. Η ισότητα είναι στο φόβο». Και αλλού «για να μη φοβάμαι…έφυγα.»… Φοβόταν ο καλλιτέχνης να δράσει. Φεύγοντας του πέρασε ο φόβος. Έχασε το θέμα του. Τώρα ανοίχθηκαν τα πάντα και στη χώρα μας δεν κάνουμε τίποτα. Και ερχόμαστε εμείς από το εξωτερικό για να τους πούμε κάτι.
Νικόλας Λάμπρου: Ήτανε εξασφαλισμένος ο μισθός και η ανέλιξη. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες ηθοποιών. Aν αντεπεξερχόσουν στους στόχους που είχε βάλει η κυβέρνηση, σε σχέση κυρίως με την «απόδοσή» σου ως ηθοποιός και την κοινωνική σου συμπεριφορά, περνούσες, μετά από οντισιόν στην κεντρική επιτροπή του δήμου, σε υψηλότερη ανά 7ετία κατηγορία και έφτανες να παίρνεις και τίτλους όπως «ηθοποιός μεγάλης αξίας», «ηθοποιός του λαού» και τέλος «ήρωας του σοσιαλισμού». Βγήκαν ηθοποιοί αξίας τότε, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να επιδείξουν το ταλέντο τους. Έπρεπε να κινηθείς σε συγκεκριμένη γραμμή, δεν μπορούσες να κάνεις κάτι όπως «πρότεινε» το νέο θέατρο της υπόλοιπης Ευρώπης. Τα νεότερα θεατρικά ρεύματα, λόγω του αποκλεισμού μας εκεί, δεν τα γνωρίζαμε καλά. Υπήρχε πάντα πίεση μπορούσαν να σου πάρουν την άδεια, ακόμα και φυλακή να πας. Παίζαμε κλασσικό ρεπερτόριο, αρχαία τραγωδία, μερικές φορές και πιο σύγχρονα έργα, ακόμα και Ψαθά είχαμε ανεβάσει, αλλά ανέβαιναν «όπως πρέπει», με κλισέ. Αν το έργο είχε κάποια ιδέα που η επιτροπή θεωρούσε ότι χτυπάει το καθεστώς, αυτή «μειωνόταν». Τονίζονταν αυτά που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, όχι με το καθεστώς. Τα…άλλα έπρεπε να περάσουν κάτω από την ψάθα.
Λαέρτης: Δεν υπήρχε πολυφωνία. Σε απομακρυσμένα δημοτικά θέατρα, ιδίως στο βορρά, άλλαζαν μέχρι και το Σαίξπηρ: «γιατί να πεθάνει ο ήρωας, ο Άμλετ ή ο Ρωμαίος στο τέλος του έργου; Όχι, πρέπει να ζήσει.». Πολλές φορές το κόμμα ανέθετε σε «έμπιστους», να επιβάλλουν τη «γραμμή», σε πόστα για τα οποία δεν ήξεραν τίποτα. Έτσι στις επιτροπές, τα κομισιόν, που έκριναν τους ηθοποιούς μπορεί να ήταν ένας εργάτης, που δούλευε π.χ. σε αποχετεύσεις.
Λευτέρης: Όλοι όσοι μετείχαν στην τέχνη έπρεπε να είναι βοηθοί του κόμματος για τη μόρφωση με την πολιτική του συστήματος. ΄Ετσι ήταν ο καλλιτέχνης σωστός. ΄Επρεπε το έργο να δείχνει ότι αυτό το σύστημα φτιάχνει ανθρώπους δυνατούς που δεν λένε όχι στις δυσκολίες, και ας λείπει και η ζάχαρη. Έπρεπε να μαθαίνουμε από την πείρα μας και να μην βλέπουμε τι κάνει ο διπλανός. Δεν έπρεπε να δεις ένα έργο ξένο για να προωθήσεις τη σκέψη σου. Και έπρεπε και εσύ να προστατέψεις τον ευατό σου και να μην βγεις από τις γραμμές. Σε μια σκηνογραφία μου, για παράδειγμα, παρουσίαζα τη θέα προς τη θάλασσα από τους Άγιους Σαράντα. Το κόμμα δεν μου επέτρεπε να ζωγραφίσω την Κέρκυρα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, έπρεπε να ζωγραφίσω έναν κενό ορίζοντα σαν να μην υπάρχει απέναντί μας τίποτα. Άπό την άλλη, το να κάνεις μια αφηρημένη σκηνογρφία ήταν ανεπίτρεπτο, υπερίσχυε πάντα ο νατουραλισμός προς αποφυγή υπόγειων σημείων και συμβόλων. Σου αφαιρούσαν το δικαίωμα να μιλήσεις με τη γλώσσα της σκηνογραφίας, όπως είναι για μένα η αφαίρεση.
Φίλι: Υπήρχε μια θεωρία, όπως αναφέρει και ο Μρόζεκ, να αποκτήσουμε «τον καινούργιο άνθρωπο». Τι ήταν ο καινούργιος άνθρωπος μέσα στο καθεστώς; Εγώ, ο Νικόλας, ο Λαέρτης, όλοι μας να σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα. Αν είχες διαφορετικές σκέψεις εσύ δεν μας κάνεις, είσαι μαύρη προβατίνα. Στην Αλβανία φόρεσαν ένα σακάκι κόκκινο που δεν είχε σχεδόν τίποτα από τη θεωρία του Μαρξισμού.
Τζω: Από το Μάιο του 1968, απόηχος του έργου του Μρόζεκ που γράφτηκε το 1973, σε σχέση με το 1991 και το 2003 βλέπετε να υπάρχει κάποια αντιστοιχία;
Νικόλας: Το 1973 έγινε το 11ο φεστιβάλ τραγουδιού, διοργάνωση της κυβέρνησης, το οποίο έδινε την ευκαιρία σε όλους τους διανοούμενους της Αλβανίας και στο κόμμα να αλλάξουν πορεία. Ήταν «η νέα φωνή». Υπήρχε ένα κλίμα εκδημοκρατισμού. Οι περισσότεροι, δυστυχώς, πιστέψανε ότι για να πας στο «νέο κόσμο» αρκεί να φορέσεις ένα τζιν και να μακρύνεις τα μαλλιά σου. Βαθιά μέσα στην κατάσταση της αλλαγής ήταν λίγοι. Παρακολούθησαν το φεστιβάλ μέλη του κόμματος και θεώρησαν ότι ήταν πιο φιλελεύθερο από όσο πρέπει. Κάποιοι από τους καλλιτέχνες μπήκαν τότε φυλακή. Κατέληξε σαν επανάσταση εναντίον της τέχνης και της ελευθερίας. Αυτός ήταν ο απόηχος.του ΄68!
Λαέρτης: Αν το Μάη του ‘68 στο Παρίσι, είχαμε ένα φοιτητικό κίνημα που διεκδίκησε μια άλλη άποψη γενικότερα για τη ζωή, το Δεκέμβρη του ΄90 είχαμε ένα αντίστοιχο φοιτητικό κίνημα στα Πανεπιστήμια των Τιράνων. Αίτημά τους να υπάρχει πλουραλισμός, ελευθερία στην τέχνη και στο λόγο, γενικά να επικρατήσει μια ελευθερία απόψεων και ιδεών. Μετά από απεργίες πείνας και αλλεπάλληλες διαδηλώσεις κατάφεραν οι φοιτητές να συναντήσουν τον τότε πρωθυπουργό Ραμίζ Αλία. Ακολουθεί, το Δεκέμβρη του ’90 και την άνοιξη του 91, μετά από σειρά διαδηλώσεων και συνεχούς ανταλλαγής πυρών, πέφτει το υπέρτατο σύμβολο του καθεστώτος, το άγαλμα του Χότζα, στην πλατεία των Τιράνων, και διχάζεται η χώρα. Υπάρχουν πια διαδηλώσεις και αντιδιαδηλώσεις που υποστηρίζουν τη γραμμή του Χότζα, κυρίως σε απομακρυσμένες περιοχές, σε επαρχίες και από ανθρώπους τρίτης ηλικίας που τους έχει γίνει πλύση εγκεφάλου. Βγήκε ένα δημοκρατικό κόμμα που υποτίθεται ότι θα υποστήριζε αυτή την «άλλη άποψη», την καινούργια. Μετά από 12 χρόνια καταλάβαμε ότι ήταν οι «υπηρέτες» του πρώην κομμουνιστικού καθεστώτος. Πολλοί αναγκάστηκαν για οικονομικούς αλλά και πολιτικούς λόγους να φύγουν. Και τώρα συναντούμε εμείς οι Αλβανοί μετανάστες τον Μρόζεκ και θέλουμε μέσα από αυτό το έργο να παρουσιάσουμε την ανθρώπινη πλευρά του πράγματος. Δύο άτομα, ο πυρήνας της κοινωνίας, στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον και αναρωτιούνται πώς θα φτάσουν στο κέντρο του ίδιου προβλήματος. Ήταν όντως εθνικό αμάρτημα το ότι οι διανοούμενοι δεν κάθισαν ποτέ να μιλήσουν με τη μάζα; Ήταν αυταρέσκεια των διανοούμενων να μην πλησιάζουν την εργατιά; Ή μια ξεροκεφαλιά της εργατιάς να μην πλησιάζει ποτέ τους διανοούμενους και να τους βλέπει ως υποψήφιους μικροαστούς, άρα εχθρούς του καθεστώτος;
Τζω: Αυτός ο τύπος διανοούμενου του έργου του Μρόζεκ, που τον ξέρουμε και από άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, υπάρχει σήμερα στην Αλβανία, εντός ή εκτός των συνόρων;
Νικόλας: Ο Χότζα βασίστηκε στη δύναμη του λαού, αγνοώντας την ευκαιρία που του έδωσαν οι διανοούμενοι της Αλβανίας να πάει «δυτικά». Όσοι σήκωσαν τη φωνή τους, χτυπήθηκαν. Ο λαός είναι η δύναμη, αλλά δεν είναι το μυαλό. Το 1968 ο Χότζα έβαλε τη σφραγίδα όλης της μετέπειτα πορείας της Αλβανίας με το «ανοιχτό γράμμα», δίνοντας απόλυτη δύναμη στην εργατική τάξη.
Φίλι: Η ουσία είναι ότι τους ενοχλούσε το καινούργιο μυαλό, οι καινούργιες ιδέες. Τον διανοούμενο τον είχανε βάλει στον «κόκκινο κύκλο». Στις ομιλίες, στα κονγκρέσα παντού μίλαγαν για το προλεταριάτο για μια εργατική τάξη που είναι στην κορυφή και αυτή μας οδηγά. Για τον εργάτη ο διανοούμενος, ακριβώς όπως τον περιγράφει ο Μρόζεκ, ήταν αυτός που τρώει το ψωμί του.
Λαέρτης: Ακριβώς για αυτόν το λόγο, ο διανοούμενος ήταν υποχρεωμένος να κάνει το «αγροτικό» του. Για να μπορέσει να μπει στο κόμμα έπρεπε να αναμειχθεί με τους αγρότες, να παράγει. Ένα μήνα κάθε καλοκαίρι στους αγρούς, αμισθί. Γιατροί, δικηγόροι, καλλιτέχνες, επιστήμονες, με έναν αγρότη που ήξερε μόνο να ανοίξει κανάλια στη γη, να σε επιβλέπει.
Τζω: Οι Εμιγκρέδες , όπου ο εργάτης και ο διανοούμενος μοιράζονται το ίδιο άθλιο δωμάτιο δεν απλά μια «δραματουργική» επιλογή;
Λευτέρης: Όταν έφτασα στην Ελλάδα δεν μου πήγαινε ο νους να βρω ένα διαμέρισμα, ένα δωμάτιο, κάτι με απαιτήσεις, αλλά να βρω μία γωνία και μετά να ρυθμίσω τις προτερεότητές μου. Στη σκηνογραφική μου λύση, με βοήθησε αυτή η ανάμνηση.΄Ηθελα, όμως, να βγάλω και πιο δυναμικά τις συνθήκες μέσα στις οποίες αγωνίζεται ο άνθρωπος για μια καλύτερη μέρα. Ζούμε στην εποχή της κόκα- κόλας. Οι ήρωες του έργου έχουν ακουμπήσει τα στρώματά τους πάνω σε κασόνια κοκα- κόλας και μπύρας. Αλλά ποιός πίνει την κοκα-κόλα και ποιός μαζεύει τα άδεια μπουκάλια;
Λαέρτης: Είναι μια βιωμένη πραγματικότητα για πολλούς ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα. Ο μετανάστης αντιμετωπίζει την ίδια αθλιότητα ανεξάρτητα από το μορφωτικό του επίπεδο.
Μιγκέν Σελμάνη: Αυτός ο τύπος διανοούμενου υπάρχει και σήμερα και είναι ακόμα ένας παρίας.
Τζω: Τι είναι αυτό που ψάχνει να βρει ο διανοούμενος του έργου στον εργάτη;
Λαέρτης: Τίθεται ένα ερώτημα στο έργο: προσπαθεί, όντως, ο διανοούμενος – ένας άνθρωπος που ζούσε στην πρωτεύουσα και ήτανε μακριά από τη μάζα της εργατιάς και της αγροτιάς- παρατηρώντας τον εργάτη, να καταλάβει γιατί οδηγήθηκαν τα πράγματα σε «αυτό το κυνήγι μαγισσών»; Ή αντλεί από την παρουσία του εργάτη υλικό για ένα νέο ιδεολογικό μανιφέστο; Ο διανοούμενος για πρώτη φορά, λόγω συνθηκών, αναγκάζεται να είναι στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο τραπέζι με αυτόν τον άνθρωπο. Και τον ενδιαφέρει πάρα πολύ να καταλάβει με ποιόν τρόπο σκέφτεται η μάζα.
Τζω: Ο εργάτης του έργου μαζεύει χρήματα για φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον. Ποιο είναι σήμερα αυτό το μέλλον;
Φίλι:. Με την παράστασή μας θέλουμε να περάσουμε ένα μήνυμα στους μετανάστες που βρίσκονται τώρα στην Ελλάδα. Αποταμιεύουν λεφτά, δεν ζούνε, για τους ίδιους λόγους που λέει ο Μρόζεκ «Εκεί κάτω ήσουνα σκλάβος του κράτους. Εδώ είσαι σκλάβος της ίδιας σου απληστίας». Και αυτό πρέπει να αλλάξει.
Λαέρτης: Θέλουμε να προλάβουμε έστω και στο χείλος του γκρεμού αυτήν την πτώση αξιών μιας μεγάλης κοινότητας. Άνθρωποι που, αν θα γυρίσουν ποτέ, δεν ξέρουν τι θα βρουν εκεί που θα πάνε και φεύγοντας από δω δεν ξέρουν τι αφήνουν πίσω. Δόθηκε η ευκαιρία σε κάποιους να έρθουν στην Ελλάδα, σε μια χώρα που δεν είναι τόσο αστυνομοκρατούμενη όπως άλλες χώρες της Δύσης, που μπορεί να υπάρχουν πολύ φιλελεύθερες ιδέες. Τώρα πια, ο απώτερος σκοπός τους δεν θα έπρεπε να είναι να αποκτήσουν χρήματα, θα ήταν να δώσουν στη γενιά που μεγαλώνει να καταλάβει τι σημαίνει άνθρωπος, τι σημαίνει γυρίζω στον εαυτό μου και να καταλάβουν ότι η κόλασή τους «δεν είναι οι άλλοι». Να μην ψάχνουν τον εχθρό συνέχεια «έξω»: να μην ψάχνουν πάντα μια κυβέρνηση να κατηγορούν, πάντα έναν Χότζα ως το άλλοθι που έφερε την καταστροφή. Η καταστροφή ήταν έργο μιας ολόκληρης κοινωνίας και δεν είναι τυχαίο που στην Αλβανία επικράτησε ο ενβερισμός, ένα τοταλιστικό καθεστώς, τόσα χρόνια. Σε άλλες χώρες τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν πολύ νωρίτερα.
Λευτέρης: Εγώ , καθώς έχω δίψα για την τέχνη, όσο περνάνε τα χρόνια ανοίγω τους ορίζοντές μου. Πάντα ψάχνω να βρω κάτι που θα συμπληρώσει την ιδέα μου. Οι δυσκολίες υπάρχουν, αυτό το αόρατο μάτι που σε εντοπίζει, «ποιός είναι αυτός και από που ήρθε», αλλά αυτά δεν έχουν σημασία. Ο στόχος είναι να μελετάς και να προχωράς. Σίγουρα βρισκόμαστε σε μια εποχή που υπάρχουν πολλές μετακινήσεις λαών και μέσα σε αυτούς είναι και οι καλλιτέχνες, αλλά δε πρέπει να παρασυρόμαστε. Πρέπει να ακολουθήσουμνε τους δικούς μας στόχους, παρά τις δυσκολίες και τον πλουραλισμό.
Τζω: Ποιοι Αλβανοί θα έρθουν να σας δουν; Τι περιμένετε από αυτήν την παράσταση;
Λαέρτης: Θέλουμε να βγάλουμε τον παραμελημένο μετανάστη από το σπίτι του, να έρθει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα που διαπραγματεύεται το έργο ακόμα και αν πονάει. Υπάρχουν σημεία που θα ενοχλήσουν πολύ, γιατί από αυτά τα στάδια που περιγράφει το έργο έχουμε περάσει όλοι μας. Μπορεί να μην θέλεις να δεις στον καθρέφτη του παρελθόντος, που σου βάζει ο άλλος μπροστά σου. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί. Είναι ένα θέμα ταμπού, θέλεις να κλείσεις την πόρτα, να το ξεπεράσεις. Δεν έχουμε καμία ψευδαίσθηση, ότι αυτό που κάνουμε είναι δονκιχωτισμός.
Μιγκέν: Υπάρχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ψοφάνε να ακούσουν τη γλώσσα τους, υπάρχει η μάζα που δουλεύει το πρωί και το βράδυ θέλει να μιλήσει στα παιδιά για την «πατρίδα», όπως και ένα παρά πολύ μεγάλο ποσοστό καλλιτεχνών που δουλεύουν κανονικά στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα με καλλιτεχνικές και πνευματικές ανησυχίες στην Αλβανική κοινότητα της Ελλάδας.
Λευτέρης: Θα ήθελα να έρθουν τρεις παλιοί μου συμμαθητές και φίλοι από τη Σχολή Καλών Τεχνών, από την Τροπόγια και από το Σκαπάρι και από τη Χιμάρα. Να δουν την παράσταση και να βρεθούμε μαζί ξανά σε εκθέσεις, εγώ ο ομογενής, ο κοσοβάρος, ο τσιγγάνος. Να έρθουν οι καθηγητές μου που «στα κρυφά» μεν, αλλά δεν μου κρύψανε ποτέ τι συμβαίνει στην τέχνη. Τους περιμένω να έρθουν και να ξαναρχίσουμε. Η τέχνη είναι μια γλώσσα που δεν έχει σύνορα.
Τζω: Οι άνθρωποι από την Αλβανία έχουν ξεπεράσει τον πόνο;
Λαέρτης: Σε όλο αυτό το διάστημα δεν έχει υπάρξει μέρα που να μην σταματήσουμε την πρόβα και να κοιταχτούμε μεταξύ μας. Αυτό που είναι αβάσταχτο είναι η κατάσταση, που περιγράφει μέσα στο έργο ο Μρόζεκ, όπου τα ίδια τα ερεθίσματα γυρνάνε ανάποδα μέσα σου και αρχίζουν και σου ερεθίζουν τη συνείδηση. Γι αυτό δεν θέλω οι άνθρωποι από την Αλβανία που ζουν εδώ να επαναπαυτούν, ότι έχουν πάρει ένα αυτοκίνητο, μερικοί και ένα σπίτι και έχουν βολευτεί. Θα μεγαλώσουν τα παιδιά της νέας γενιάς, θα έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και δεν θα ξέρουν που ανήκουν. Κάνουμε αυτήν την παράσταση για να βρούμε την ταυτότητά μας, πού ακριβώς ανήκουμε. Είμαστε μετανάστες σε μια άλλη κοινωνία: πόσο μας έχει ενσωματώσει η άλλη κοινωνία και τι έχουμε αφήσει πίσω;
Μιγκέν: Αλλά η μερίδα που θα πει το σπίτι μου, τη δουλειά μου, την καινούργια μου ζωή και δεν με νοιάζει τίποτα, δεν θέλω να ακούσω τίποτα για το παρελθόν και αυτή θα υπάρχει και μπορεί να είναι μεγάλη. Να πει κάποιος αρκετά τα έζησα τόσα χρόνια, δεν χρειάζεται άλλο.
Τζω: Θα μπορούσε αυτή η παράσταση να παιχθεί στην Αλβανία; Υπάρχει ακόμα λογοκρισία;
Φίλι: Και βέβαια, αν οργανωθεί, θέλουμε να πάμε να παίξουμε στην Αλβανία. Δε νομίζω ότι τίθεται θέμα της ελευθερίας του τι «επιτρέπεται», αυτό έχει λυθεί. Αλλά ο κόσμος που μένει εκεί δεν γνωρίζει αυτήν τη νοσταλγία που έχουμε εμείς που είμαστε μακριά από την πατρίδα . Στο έργο λέει «θέλω να γυρίσω πίσω» και ο άλλος του απαντάει «το ξέρω. Για αυτήν την επιστροφή ζεις». Αυτή είναι από τις πιο σκληρές στιγμές του έργου. Ακόμα και άμα δεν επιστρέψεις ποτέ.
Τζω: Αυτό το λέγανε και οι Έλληνες μετανάστες. Όταν φύγεις από τη χώρα σου για να ζήσεις σε μια άλλη, η πατρίδα σου είναι ο αέρας που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο.
Νικόλας: Μετά από δέκα χρόνια γίνεσαι άγνωστος στη χώρα σου και παραμένεις ξένος εκεί που είσαι. Εδώ είναι οι φίλοι μου, όταν πάω στην Αλβανία θέλω να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Αλλά για την πολιτεία, για τους περαστικούς στο δρόμο, είμαι ξένος. Και στην Αλβανία έχω πια ελάχιστους φίλους. Χάνεται αυτός που φεύγει. Η πέτρα είναι βαριά στον τόπο της.
Λαέρτης: Όταν γυρνάμε το καλοκαίρι στην Αλβανία για διακοπές λένε θα έρθουν οι Έλληνες, οι Γερμανοί, οι Ιταλοί. Ενώ Αλβανοί είμαστε εμείς που γυρνάμε.
Τζω: Στο έργο δύο άνθρωποι του ανατολικού μπλοκ βρίσκονται σε μια δυτική χώρα. Και μιλάνε τη γλώσσα τους. Εσείς εδώ θα παίζεται το έργο και στη γλώσσα μας. Τι διαφορές έχει το κείμενο στα ελληνικά και τι στα Αλβανικά;
Νικόλας: Θέλω να δείξω στο ελληνικό κοινό ότι είμαι ένας μετανάστης από την Αλβανία. Ότι παρόλο που μιλάω ελληνικά δεν είμαι Έλληνας. Τονίζοντας αυτήν την ιδιαιτερότητα όχι ως κόντρα αλλά ως ένδειξη φιλίας. Παίζω στη γλώσσα σας – και είναι τιμή μου- εγώ ο Αλβανός. Είμαι και εγώ εδώ ως συνεργάτης για να προσφέρω την τέχνη μου. Την κάνω καλά, δεν την κάνω καλά, εδώ είμαι και εγώ, με φιλία, για να με κρίνετε. Από την άλλη είναι υποχρέωσή μας να παίξουμε στη γλώσσα μας. Στα Αλβανικά θα πετύχουμε τους στόχους μας με μια άλλη διάθεση και μεγαλύτερη άνεση.
Φίλι: Είναι κάτι πρωτόγνωρο για μας, δεν ξέρουμε πώς γίνεται να μεταφέρεις τα συναισθήματά σου, τις ιδέες και το κείμενα από τα ελληνικά στα αλβανικά και πάλι πίσω. Μαθαίνουμε και εμείς με αυτό το πείραμα. Ο συγγραφέας ανοίγει μια πόρτα μεγάλη, δεν θέλει να προσδιορίσει από που προέρχονται οι ήρωες. Είναι ο ΑΑ και ο ΧΧ. Το μόνο που είναι: μετανάστες. Και οι μετανάστες είναι όλοι ίδιοι. Μπορείς να φέρεις στοιχεία του έθνους σου ούτως ή άλλως. Αλλά η ουσία του έργου αφορά ένα μεγαλύτερο πεδίο.
Λαέρτης: Η απόφασή μας να παίξουμε στα ελληνικά είναι για να επικοινωνήσουμε με την πραγματικότητα της χώρας που ζούμε. Να γίνουμε αποδεκτοί και να μπορέσουν και οι θεατές μας να αντιληφθούν μια βαθύτερη σκέψη και ένα βαθύτερο πνεύμα που διαθέτει μια μερίδα μεταναστών και ότι δεν είμαστε μόνο φτηνά εργατικά χέρια. Είναι και μια πρόκληση. Τα ελληνικά είναι μια γλώσσα με τεράστιο πλούτο και βάθος, μια γλώσσα ωκεανός. Παίζουμε στα Αλβανικά για να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας και στους συμπατριώτες μας που είναι εδώ για να μπορέσουν, ίσως, και αυτοί που περπατάνε με το κεφάλι χαμηλά να σηκώσουν το ανάστημά τους, να βρουν και να δηλώσουν την ταυτότητά τους, να μην κρύβονται. Υπάρχουν Αλβανοί που επειδή μιλάνε καλά ελληνικά κρύβουν την ταυτότητά τους, αλλάζουν μέχρι και το όνομά τους, για να είναι πιο εύκολη η ζωή τους. Όταν θα μπορέσουν να δεχτούν οι Αλβανοί της χώρας μας το μέλλον μας ως Έλληνες και οι Έλληνες το μέλλον μας ως Αλβανοί τότε αυτή η διπλή ταυτότητα θα έχει ξεκαθαρίσει και θα ξέρουμε πολύ καλά την πρώτη και την δεύτερη πατρίδα μας.
Τζω: Με μια εικόνα, τι είναι προσωπικά για τον καθένα η Αλβανία;
Νικόλας: Είναι η πατρίδα μου, η πρώτη γιατί τώρα έχω και δεύτερη και δεν ξέρω πώς θα τα φέρει η ζωή μπορεί να αποκτήσω και τρίτη μια μέρα.
Φίλι: Για μένα είναι το ποτάμι. Το ποτάμι Μπιστρίτσα (σημαίνει Γοργοπόταμος) στο χωριό μου. Δεν υπάρχει πλατάνι που να μην έχω ανέβει, τετραγωνικό σε αυτήν την περιοχή που να μην έχει πατήσει το πόδι μου. Το ποτάμι αυτό είναι δικό μου, όποιος και να πάει να μείνει εκεί.
Μιγκέν: Το να μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα μου και κανείς να μην γυρίσει το κεφάλι του να με κοιτάξει με περίεργο τρόπο.
Λευτέρης: Θα έλεγα ότι είναι μια χώρα πλούσια η οποία πρέπει να κοιτάξει μπροστά. Αλλά εύχομαι να μην πάρει πολύ χρόνο. Σκέφτομαι τα Βαλκάνια και σκέφτομαι ότι πρέπει να φύγουν τα σύνορα. Αυτή η θάλασσα, αυτά τα βουνά, αυτός ο αέρας της Αλβανίας ανήκει στην Ευρώπη.
Λαέρτης: Είναι το πατρικό της μάνας μου στο Δέλβινο όπου έχω μεγαλώσει και τώρα πια το έχουν ανατινάξει. Έχουν πάρει και τις πέτρες. Αυτό που για μένα ήταν η Αλβανία δεν υπάρχει πια.
Με αφορμή την παράσταση Εμιγκρέδες του Σλάβομιρ Μρόζεκ, Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2007, σκηνοθεσία Λαέρτης Βασιλείου (κείμενο στο πρόγραμμα της παράστασης)