Mήδεια
Μια παράσταση σταθμός για τον σύγχρονο χορό την Ελλάδα.
Με αφορμή την πρώτη παράσταση, την κριτική και την αίσθησή της μέσα από τα ταξίδια της.
Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκη- θεατρολόγο/
Δεκαπέντε χρόνια μετά, η Μήδεια της Ομάδας Εδάφους, του Δημήτρη Παπαϊωάννου και της Αγγελικής Στελλάτου (τότε), αποτελεί σίγουρα μια παράσταση σταθμό για τον σύγχρονο ελληνικό χορό. Η Μήδεια χορογραφήθηκε το 1993[1], μια ανάθεση του Σπύρου Μερκούρη. Την περίοδο 2007-08 (με πολλές αντικαταστάσεις και κυρίως χωρίς την Αγγελική Στελλάτου) είναι μία από τις παραστάσεις που θα αντιπροσωπεύσουν την Ελλάδα στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου. Mια « υβριδική σύλληψη μεταξύ χορού, θεάτρου και εικαστικού δρώμενου» [2] , ένας απόηχος του εικαστικού θεάτρου του Μπομπ Ουίλσον, βρήκε απόλυτη αποδοχή από ένα ειδικό και μη κοινό, με την αισιοδοξία ότι στην σύγχρονη ελληνική τέχνη κάτι αλλάζει. «Έχω νιώσει την κρατημένη ανάσα του κοινού γύρω μου, έχω ακούσει το χειροκρότημα και τα μπράβο πλάι μου, έχω εισπράξει όσα λέγονται από τους θεατές μετά την παράσταση και συνεχίζω να επιμένω ότι πρόκειται για το σημαντικότερο καλλιτεχνικό γεγονός που συνέβη εδώ και αρκετά χρόνια στην Ελλάδα…»[3]. Αυτή η Μήδεια, «που θυμίζει βουβό θέατρο, παντομίμα, ίσως και κινούμενα σχέδια»[4] οφείλει, σύμφωνα με τους δημιουργούς της, την μεγάλη επιτυχία της στην άμεση συναισθηματική επικοινωνία που έχει με το κοινό στην σύγχρονη απλότητα και ομορφιά της.
Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ
Για την συνεργασία αυτή ο Δημήτρης Παπαιωάννου σημειώνει: «Πολύ συχνά στην χώρα μας οι νέοι καλλιτέχνες όταν αρχίσουν να γίνονται γνωστοί, δέχονται προτάσεις που τους συνδέουν με το αρχαίο δράμα. Προσπαθώντας να ξεγλιστρήσουμε από την παγίδα μιας ακόμα ερμηνείας πάνω στο αρχαίο δράμα αποφασίσαμε να επαναφέρουμε την ατμόσφαιρα του μύθου. Όπως λοιπόν αρχικά οι μύθοι ταξίδευαν από στόμα σε στόμα έτσι και στην παράσταση αυτή ένας περιοδεύων θίασος ενσαρκώνει το αρχαίο παραμύθι»[5]
Ο θεατής, ανακαλύπτει ξανά, με πολύ φαντασία, μια ιστορία γνωστή σε όλους που η αφήγησή της τον κρατά σε αγωνία, διεισδύοντας στην ουσία των δραματικών στοιχείων του αρχαίου δράματος.
Στην ενδιαφέρουσα αυτή μεταγραφή, σε πρόθεση και αποτέλεσμα, η αφήγηση του μύθου της Μήδειας ξεκινάει από πολύ νωρίτερα, από τα συναρπαστικά χρόνια της Κολχίδας, για να συναντήσει τον μύθο του Ευριπίδη περίπου στην μέση του έργου, μιας και «η παράσταση δεν εστιάζεται στην προδομένη Μήδεια και την εκδίκησή της, όπως στον Ευριπίδη, αλλά φέρνει επί σκηνής το μύθο της Μηδείας εν εξελίξει. Από τους Αργοναύτες και τα μαγικά φίλτρα στην Κολχίδα στα ευτυχισμένα χρόνια στην Κόρινθο, στην προδοσία και στο φόνο των παιδιών.»[6]
Η αφήγηση ανάλαφρη, τελετουργική και εύληπτη, μια σειρά από μεγάλους εικαστικούς πίνακες . «Νομίζω ότι καταφέραμε να έχουμε ένα δρώμενο με κλασικές αναλογίες και πρωτοποριακή λογική, δηλαδή κλασική αρμονία σε ένα σύγχρονο κοίταγμα» σημειώνει ο Δ. Παπαϊωάννου.[7] Η χορογραφία ωστόσο, κινείται σε επικίνδυνες σωματικές καταστάσεις: η αναπαράσταση μύθου μετατρέπεται σε επικίνδυνη πραγματικότητα.
«Ο Παπαϊωάννου δημιούργησε κινητικές-γλυπτικές εικόνες με έντονη και δεσμευμένη ενέργεια που κινούνται σε ένα προκαθορισμένο δραματικό πλαίσιο ηφαιστειωδών διαστάσεων. Κάθε τίναγμα των δακτύλων της Μήδειας είναι φορτισμένο με ηλεκτρισμένη ενέργεια και η γαμήλια νύχτα του αντρόγυνου είναι ένας μύθος κρυστάλλινης ομορφιάς και πάθους, ερμηνευμένος από το ολόγυμνο ζευγάρι. Η διχοτόμηση της σκηνής είναι χαρακτηριστική του ίδιου του έργου, όπου η αποφασιστική επιθυμία και η συγκρατημένη αντικειμενικότητα συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε αυτό το υπέροχο έργο τέχνης. Η παράσταση αυτή διατηρεί έναν πρωτότυπο λόγο. Αν και από ορισμένες απόψεις ανήκει στην κατηγορία του ‘χορευτικού θεάτρου’ που έφθασε στο αποκορύφωμά του πριν από δυο δεκαετίες , έχει πολλά να πει στο σημερινό θεατή και εκφράζει τη σύγχρονη εποχή, πράγμα που θα συνεχιστεί επί πολύ καιρό στο μέλλον».[8]
ΤΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Η παράσταση επικεντρώνεται σε ένα βασικό ερωτικό τρίγωνο. Η εξωτική μάγισσα Μήδεια (Αγγελική Στελλάτου) που για χάρη του έρωτά της προδίδει τον πατέρα της κι απαρνιέται την πατρίδα της. Ο ήρωας Ιάσων (Δημήτρης Παπαϊωάννου), που επιστρέφει από την Αργοναυτική εκστρατεία με τρόπαιο το Χρυσόμαλλο Δέρας και την Μήδεια. Την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, η Γλαύκη (Έλενα Τοπαλίδου), την οποία διεκδικεί ο Ιάσων για να κάνει βασιλικό γάμο. Μαζί τους δύο ακόμα επινοημένοι ρόλοι: Ο Ήλιος (Μιχάλης Ναλμπάντης) και ο Σκύλος (Γρηγόρης Λαγός).
Οι πέντε επιλεγμένοι χαρακτήρες έχουν αποδοθεί ως αρχέτυπα. Η Μήδεια σαν ένας άγριος κύκνος, ο Ιάσων σαν ένας ναύαρχος που παραπέμπει στον 19ο αίωνα και την ματαιόδοξη μόδα της δεκαετίας του Vescase και του Αrmani της δεκαετίας του 90, η Γλαύκη μια ανάμνηση αθώας Betty Boop και ο Θεός Ήλιος να θυμίζει πίνακα του Caravaggio, σαν ένα αρχαίο ελληνικό άγαλμα και ο σκοτεινός υπηρέτης (όπως και το ένστικτο της Μήδειας) σαν άγριος σκύλος.
Οι ερμηνείες των δραματικών προσώπων είναι συγκλονιστικές όσο και ιδιότυπες.
Η Αγγελική Στελλάτου, με φόρεμα με φτερά νυχτερίδας, ουρά παγωνιού, κέρατα, «τεράστια λευκά φτερά που την κάνουν ένα απειλητικό αρπακτικό και που χάνει αυτήν την ιδιότητα με την θέλησή της όταν υποκύπτει στην γοητεία του ωραίου Ιάσονα…»[9] παραπέμπει στο υπερφυσικό πλάσμα που είναι «με πρόσωπο – τραγική μάσκα ένα βουβό ηχείο κινήσεων και εσωτερικών φωνών, δυσοίωνη και δυσυπόστατη. Με διαύγεια και πυκνότητα διυλισμένης κίνησης, εμψυχώνει το κουστούμι της και το καθιστά αναπόσπαστο μέρος του σωματός της· με μυστηριακές χειρονομίες μιας σκοτεινής ιέρειας του έρωτα όταν σμίγει με τον Ιάσωνα. Προδομένη, ξένη σε μια καρέκλα για πατρίδα, μόνη μέσα στο «πέλαγος» μετουσιώνει, καθώς μετακινεί και μετακινείται από καρέκλα σε καρέκλα, το σκηνικό αντικείμενο σε πλήθος συμβόλων: κόθορνος, πατερίτσα ή ξύλινο πόδι μιας ακρωτηριασμένης του έρωτα.»[10]
Ο Δημήτρης Παπαïωάννου, πλημμυρισμένος από ναρκισσιστική εγωπάθεια ερμηνεύει τον Ιάσονα «με αργές κινήσεις, που εδώ δίνουν και το στίγμα του ήθους του ήρωα καθώς δύσκολα αποχωρίζεται τον εαυτό του για τον άλλον… Αργοναύτης με καράβια – κοθόρνους· με εκφραστική δύναμη στις στιγμές του έρωτα και της συμφοράς μες στο νερό.»[11]
Η Έλενα Τοπαλίδου, σε αντίθετη, εκρηκτική ενέργεια, αυτής που διεκδικεί αυτό που δεν της ανήκει, του θύματος που ο θεατής ξέρει ότι θα πεθάνει. Θύτης και θύμα κατά λάθος, υποσημειώνει την παραφωνία της ύπαρξής της με τον χαρούμενο χορό της σε χώρο που δεν της ανήκει.
Ο Μιχάλης Ναλμπάντης, ένας ωραίος, με όλες τις ερμηνείες της λέξης, χορευτής σε κινούμενη ακινησία ως Θεός Ήλιος, πρόγονος της Μήδειας, ο Θεός στον οποίο ως Ιέρεια προσφέρει θυσίες, πανταχού παρόν, να υπενθυμίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας όπου τα νήματα της ζωής των ανθρώπων κινούνται από τους θεούς και την αναπόδραστη σχέση των προσώπων με την φύση, τη φύση που θα σώσει την Μήδεια από την φύση της.
Τελευταίος, ο Γρηγόρης Λαγός, ο υπηρέτης- σκύλος, ένα είδος Γκάλιμπαν, η σκιά και η προστασία του «κακού», «μια εφεύρεση για χάρη της παράστασης: η σκοτεινή θεότητα, ο υπηρέτης και το άγριο ένστικτο της Μήδειας, η αντίθετη όψη το Θεού Ήλιου, το σκοτάδι του φωτός, ένα πρόσωπο κλειδί για την παράσταση καθότι εκπορεύεται μεν από την Μήδεια, λειτουργεί όμως ως ένα είδος σκοτεινού κονφερανσιέ που στην διάρκεια του έργου φροντίζει ώστε όλα να οδηγηθούν στην σύγκρουση.» [12]
Η απόδοση του έργου από τους ερμηνευτές , ταυτόχρονα περιγραφική και αφαιρετική, συγκεκριμένη και αόριστη, χαρακτηρίζεται από τις αισθητικές επιλογές του χορογράφου της: το σώμα δεν σηματοδοτεί τίποτα από μόνο του αλλά υπάρχει μονάχα μέσω του σκηνικού που το περιβάλλει και κυρίως μέσω των κοστουμιών που φοράει. « Το κορδόνι αυτό που ξετυλίγεται καταλαμβάνει όλη την σκηνή και πνίγει τα θύματά της Μήδειας δημιουργεί μια τελική εικόνα ασπρόμαυρη με κάποιες κόκκινες πινελιές, ένα υπέροχο οπτικό αποτέλεσμα με μεγάλη δραματική ένταση. Η ερωτική σκηνή ανάμεσα στον Ιάσονα και την Μήδεια που είναι ολότελα γυμνή, αποτελεί εξ’ ίσου με την βιαιότητά της μια από τις σκηνές-σοκ της παράστασης. Οι ερμηνευτές ταιριάζουν γάντι στους χαρακτήρες που κινούνται, χωρίς να κομπάζουν, σε τέλεια αρμονία με την μουσική του Bellini»[13].
Η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ
«Η σκηνή είναι σκοτεινή. Μες τη σκοτεινιά φαίνονται στο άσπρο φως οι φιγούρες, που μοιάζουν σαν να έχουν σκαλιστεί από μάρμαρο. Από την πρώτη στιγμή κιόλας μπήκαμε σ’ ένα μαγεμένο κόσμο και μείναμε αντιμέτωποι με τα στοιχεία της Μήδειας»[14]
Ο Δημήτρης Παπαιωάννου, με πολυετείς σπουδές στις εικαστικές τέχνες, δημιουργεί γύρω από την Μήδειά του ένα υδάτινο «τοπίο», με νησίδες από τραπέζια, εξέδρες και καρέκλες. Ένα χρυσό πάτωμα πλημμυρισμένο με νερό σαν την θάλασσα που χωρίζει τους πολιτισμούς της Μήδειας και του Ιάσωνα. Τέσσερα μεγάλα τραπέζια και δέκα καρέκλες. Μια πλημμυρισμένη τραπεζαρία. Κάθε τραπέζι μια εξέδρα για τους τέσσερις βασικούς ήρωες ενώ ο Σκύλος, κινείται παντού ελεύθερα μέσα στον χώρο. «Τα νερά που πάνω τους έπλευσε η Αργώ γίνονται σκοτεινά και κοιμισμένα με επιβληματικές απειλητικές ανταύγειες και προσμένουν τους ήρωες για το λοντρό της συντριβής.»[15]
«Η χρήση του νερού», σημειώνει ο Παπαϊωάννου, «ακολουθεί την πορεία της παράστασης : σαν θάλασσα στο πρώτο μισό του έργου χρησιμοποιείται διακριτικά. Για να ξεκινήσει την Αργοναυτική εκστρατεία ο Ιάσων φορά κοθόρνους – καράβια και μαζί με τους Αργοναύτες του την διασχίζει…Έχει κανείς την εντύπωση πως σκηνικό και χαρακτήρες διαλύονται μπροστά στα μάτια μας σαν η παράσταση να μην μπορεί να γίνει δεύτερη φορά.»
Μια παράσταση πίνακας «που ζωγραφιζόταν με σταθερές κινήσεις και με τα πιο μαγευτικά χρώματα… το βουβό ξεδίπλωμα των εικόνων, όπου η Μήδεια πήρε μαζί της και τους θεατές της παράστασης στον αισθησιακό της περίπατο»[16] και με «την ικανότητα του Δημήτρη Παπαϊωάννου να ‘συμπυκνώσει’ τον μύθο, να τον ‘σκάψει’ και να του δώσει μορφή, μεγαλοφυώς ακροβατώντας ανάμεσα στον Τσαρούχη και τα κόμικς…»[17] χαράκτηκε για τα καλά στην μνήμη του ελληνικού κοινού.
ΜΙΑ ΦΑΣΜΑΤΙΚΗ ΟΠΕΡΑ
Η μουσική που έντυσε το έργο είναι ένα κολλάζ από όπερες του Vincenzo Bellini, με την ερμηνεία της Μαρίας Κάλλας, της παζολινικής Μήδειας της δεκαετίας του 70. Οι άριες αυτές άλλοτε ανάλαφρες, άλλοτε μεγαλοπρεπείς, άλλοτε έντονα δραματικές υπογραμμίζουν την συναισθηματική υφή της παράστασης και κυκλώνουν τη δράση σχεδόν ασφυκτικά, μέσα στην ατμόσφαιρα του περιοδεύοντος θιάσου και του βωβού κινηματογράφου, ενός κινηματογραφικού ονείρου με την αργή και μελαγχολική κινησιολογία μουσικών και αλάβαστρων σωμάτων που οδηγούν μαθηματικά την ιστορία σε αδιέξοδο.
Η μεταγραφή του αρχαίου μύθου σε μια άλλη φόρμα πλην της αρχαίας τραγωδίας, παραμένει ένα βασικό θέμα στα συνέδρια παγκοσμίως. Η παράσταση αυτή της Ομάδας εδάφους, φαίνεται, ωστόσο, ότι διατήρησε τα μαγικά στοιχεία της μεταγραφής: αναλογία, ύφος, ήθος και την τόλμη της φορμαλιστικά ελεύθερης και συναισθηματικά παρασυρόμενης ανάγνωσης των αρχετύπων. Σε αυτά μπορεί να προσθέσει κανείς μια δημιουργική ομάδα, που, όπως έδειξε καθαρά το προσωπικό μέλλον του καθενός, είχε πολλά να προσφέρει στον ελληνικό χορό, σε μια «ώρα σε άσπρο και μαύρο με μερικές λάμψεις κόκκινου αίματος για να σφραγίσουν τον χώρο και να υπογραμμίσουν τον χρόνο των θανάσιμων παθών και της μοιραίας τρέλας. Μια ώρα φασματική που διστάζει ανάμεσα στα φανταστικά οράματα και στις επίμονες εκδόσεις.»[18] Μια ώρα που έχει ξεπεράσει πια ο σύγχρονος χορός, δημιουργικός και πιο ελπιδοφόρος από κάθε άλλη στιγμή στην Ελλάδα.
[1] Η Μήδεια έκανε πρεμιέρα στο Koninklijke Nederlandse Schouwburg Theatre, Antwerp – Belgium (28-29. 09. 1993). Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε στο Θέατρο Κοτοπούλη ΡΕΞ (20-24. 04.1994). Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2007, που γράφτηκε το παρόν κείμενο, έχει δώσει 53 παραστάσεις, σύμφωνα με τα αρχεία της Ομάδας Εδάφους. Απέσπασε το Α Κρατικό Βραβείο Χορού το 1993 στην Ελλάδα.
[2] Κλιμεντίνη Βουνελάκη, «Τα ταξίδια της Ομάδας Εδάφους», Το Βήμα, 8 Μαρτίου 1998
[3] Γιώργος Σαρηγιάννης, Τα Νέα, 1996
[4] René Sirvin, «H επανανακάλυψη της Ελλάδας» (La Grèce redécouverte), ΜπιενάλεΧορού της Λυών, LE FIGARO, 16. 09. 1998
[5] Από κείμενο της Ομάδας Εδάφους στο http://www.primeart.gr/gr/EVENTS/MHDEIA.HTM
[7] Δημήτρης Παπαϊωάννου στο άρθρο της Kλιμεντίνης Βουνελάκη, «Τα ταξίδια της Ομάδας Εδάφους», Το Βήμα, 8 Μαρτίου 1998
[10] Δηώ ΚΑγκελάρη, όπως σημ. 6
[11] Δηώ Καγκελάρη, όπως σημ. 6
[12] Δημήτρης Παπαιωάννου, όπως σημ. 5
[13] René Sirvin, «H επανανακάλυψη της Ελλάδας» (La Grèce redécouverte), ΜπιενάλεΧορού της Λυών, LE FIGARO, 16. 09. 1998
[15] Δηώ Καγκελάρη, όπως σημ. 6
[16] Εφημερίδα, ΤΟΠΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ – 7. 09. 1996
LE PROGRÈS, 17.09.1998, Μπιενάλε Χορού της Λυών
Με αφορμή την παράσταση χορού Μήδεια, Εθνικό Θέατρο- Ρεξ/Ομάδα Εδάφους, 1993-2008, χορογραφία Δημήτρης Παπαϊωάννου