Οι Τρωάδες στο Βουθρωτό: Μια εύστοχη πολυπολιτισμική εμπειρία
Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκη
Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, ο ΄Ελενος, γιος του Πριάμου, μετά την καταστροφή της Τροίας και στον δρόμο του προς την Ιταλία, ανακάλυψε απέναντι από την Κέρκυρα μία πανέμορφη λιμνοθάλασσα. Εκεί ίδρυσε ένα οικισμό, το Βουθρωτό (στα αλβανικά Μπουτρίντ), αργότερα ελληνική πόλη, ρωμαϊκή, βυζαντινή, μετά οχυρό Φράγκων και Ενετών, θέρετρο του Αλή Πασά, παραλίγο βάση υποβρυχίων (κατά υπόδειξη του Κρουτσόφ το 1959) και σήμερα αλβανικό αρχαιολογικό πάρκο. Μύθοι που συνδέονται με την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει σε τόπους με τόσο σπάνια γεωφυσική φυσιογνωμία: ανάμεσα σε μία λίμνη και μία θάλασσα, περικυκλωμένο από τα βουνά της Ηπείρου, φλερτάροντας τις θάλασσες και τα φώτα της Κέρκυρας, τρία μίλια μόλις μακριά, το Βουθρωτό είναι ένα σημείο κομβικό, ειδυλλιακό, μια γλυκιά έκταση γης, φτιαγμένη για να φιλοξενεί πολιτισμό. Σε αυτόν τον τόπο, που σήμερα προστατεύεται από την Ουνέσκο, ο επισκέπτης θαυμάζει την ποικιλία των ευρημάτων: ελληνιστικά αμφιθέατρα, αρχαία αγορά, ασκληπιείο, ρωμαϊκές οικίες και λουτρά, βαπτιστίρια με καλαίσθητα ψηφιδωτά, παλαιοχριστιανικές βασιλικές και καθολικές εκκλησίες, πύλες από την τρωική εποχή, φράγκικα και οθωμανικά κάστρα, πολυβολεία του Χότζα, φτιαγμένα από άχαρους τσιμεντόλιθους για να προφυλάξουν την ειρήνη σε αυτήν την άχρονη ζώνη, οχυρωματικά τείχη μισογκρεμισμένα από σεισμούς, εξαιτίας των οποίων οι πολιτισμοί γκρεμίζονταν για να χτιστούν, πάνω τους, άλλοι.
Μέσα σε αυτόν τον βιότοπο, το ελληνιστικό κτιστό αμφιθέατρο όπου παρουσιάστηκαν οι Τρωάδες του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας, στο Διεθνές Φεστιβάλ του Butrint (για 9η χρονιά φέτος) σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, αποτέλεσε ένα τέλειο φυσικό χώρο: η ορχήστρα βουλιαγμένη μέσα στην ελώδη έκταση της μισοβυθισμένης χερσονήσου, με τις μισογκρεμισμένες αψίδες του θεάτρου, να παραπέμπουν στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και μερικές ντουζίνες στασίδια (σκηνικά Άγγελος Μέντης) πεταμένα εδώ και εκεί, μουχλιασμένα στα στάσιμα νερά της ορχήστρας, δημιουργώντας μια αίσθηση ερήμωσης αλλά και τυραννικής παρουσίας στον θεατή, περικυκλωμένο από νερά και κουνούπια που υπενθυμίζουν την αδιάρρηκτη και μοιραία σχέση του με την φύση. Σε αυτόν τον χώρο κινήθηκαν οι Τρωάδες, με χορικά εμπνευσμένα από την πολυφωνική μουσική της περιοχής, με μια ανεπιτήδευτη σχέση με την αρχαία τραγωδία, με την ιέρεια του Αλβανικού Θεάτρου Μαργαρίτα Τσέπα, αφοπλιστική στην απλότητα και το βάθος που διαχειρίστηκε την Εκάβη. Ένα 10χρονο κορίτσι, στο ρόλο του Αστυάνακτα, με μια ισχυρή παρουσία μέσα στην αγνότητά του έδωσε το στίγμα της σκηνοθετικής γραμμής, χωρίς έπαρση και κομπασμούς, με τον ηθοποιό, κατά το δυνατό, άγραφο και ουσιαστικό καθηλώνοντας με το βλέμμα του, την υπέροχη ακινησία του ένα κοινό 1500 ατόμων -το μεγαλύτερο κοινό σε αυτό το θέατρο- συνδέοντας αριστουργηματικά το περιεχόμενο του έργου, της απελπισίας του ξεριζωμού, με τον φυσικό χώρο. Ένα αθώο παιδί, θύμα της καταγωγής του και του πολέμου, φεύγει από το σκηνικό του τρόμου, με μια βαθειά ματιά ∙ μια χερσόνησος, με το βάρος των πολλαπλών κατακτήσεων, παραμένει, ως βασική και επίμονη ελπίδα του πολιτισμού διατηρώντας την αρχέγονη, αγέρωχη και αθώα ομορφιά της συγχωνεύοντας, εν ειρήνη, όλους τους πολιτισμούς που την διαμόρφωσαν.
Με αφορμή την παράσταση Τρωάδες, 2007, Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας, σκηνοθεσία Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος