XIONI ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ: Πόσο διαρκεί το παρόν;
Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκη, θεατρολόγο
Μια περίοδος εσχατολογική, καθολικής διάλυσης του πλανήτη, όπου ο πόλεμος είναι ανεξέλεγκτος, η καταστροφή του περιβάλλοντος ολοκληρωτική, ο αφανισμός του ανθρώπινου είδους και κάθε είδους ζωής σε γεωμετρική εξέλιξη.
Έξω -αν και όχι πολύ μακριά- από αυτόν τον κόσμο, σε ένα επαρχιακό σπίτι έξι πρόσωπα συναντιούνται, προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσουν τις ανθρώπινες σχέσεις τους και τις ανάγκες τους για καταφύγιο, προστασία, ασφάλεια από το μένος που τους απειλεί στην διπλανή πόλη. Έχουν όλοι ανάγκη να προσδιορίζουν τις σχέσεις τους, να τις μεταλλάξουν ανάλογα με τις ανάγκες τους. Οι ανθρώπινες σχέσεις, ωστόσο, αδυνατούν να ισορροπήσουν, το μοντέλο της οικογένειας έχει διαβρωθεί, η μνήμη κυριαρχεί εις βάρος του παρόντος, ο έρωτας πάσχει, η δημιουργικότητα είναι αδύνατη.
Παρόλη την επιστροφή της φεύγουσας κόρης και του άσωτου υιού, η μικρή κοινότητα της οικογένειας δεν μπορεί να επανέρθει, να ανασυνταχθεί, να γίνει το κέλυφος της προστασίας, όπως συνέβαινε παλιά. Οι δύο αδερφές συνομιλούν.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντα κρύωνα σε αυτόν τον τόπο. Σα να μην έγινε ποτέ δικός μου. Και πώς να ζεσταθώ;
Η ΑΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ: Μπορούμε να έρθουμε λίγο πιο κοντά.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι ακόμα
Ο έρωτας δεν μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στο αδιανόητο ψύχος που κυνηγάει το νέο ζευγάρι. Η κόρη και ο φίλος, θαμμένοι γυμνοί στο χιόνι, αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν τα πράγματα, έξω από τις επιθυμίες τους και από τον εαυτό τους:
Η ΚΟΡΗ: Γιατί δεν μιλάς; Γιατί δεν κάνεις κάτι. Κουνήσου…Ξύπνα…Εϊσαι άνθρωπος κι είσαι εδώ, τώρα…Ξέρεις τι συμβαίνει έτσι; Το ξέρω και ‘γω. Μίλα μου…Δείξε ότι υπάρχεις
…
Ο ΦΙΛΟΣ: Κι εσύ; Τι κάνεις; Υπάρχεις; Κάθεσαι εδώ μαζί μου κι οργίζεσαι και με μαλώνεις…όμως γνωρίζει κανείς εκτός από μένα ότι εσύ αυτή τη στιγμή ζεις ή ότι είσαι εδώ και ότι μπορεί προς το παρόν να είσαι ευτυχισμένη;
Ο άντρας δεν μπορεί να ξεχάσει ότι έχει υπάρξει στο παρελθόν, στους προηγούμενους πολέμους, μια μηχανή καταστροφής. Εικόνες πολέμου και ηδονιστικής βίας προβάλλονται συνεχώς απέναντί του, στην τηλεόραση, την εφημερίδα και μετά ζωντανά. Λέει: «Εμείς προς το παρόν ζούμε. Και πόσο διαρκεί αυτό το παρόν;…Βουλιάζουμε με ασφάλεια.»
Ο γιος επιστρέφει γιατί δεν υπάρχει αλλού ζωή. Η οικογένεια, το τελευταίο και αναγκαστικό καταφύγιο. Η ψευδαίσθηση της επιστροφής στις παλαιές αξίες κλονίζεται. Λέει: «Δεν επέστρεψα επειδή το ήθελα. Αναγκάστηκα να γυρίσω γιατί στην πόλη δεν υπήρχε πια ζωή…Δεν υπήρχε μέρος να κρυφτώ…Ήρθα γιατί αλλού δεν μπορώ να ζήσω…Κι εσύ πίνεις και χαίρεσαι που έσμιξε η οικογένειά σου. Κι οι άλλοι θάβουν τους ανθρώπους στο χώμα κι εκεί που οι τόποι ήταν ολάνθιστο δεν βγαίνουν πια λουλούδια. Αλλά εσύ κάθεσαι κι απορείς που μαράζωσε ο κήπος σου! Και πίνεις σε μένα και στους άλλους.»
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σημείο διαφυγής. Σε κάθε έξοδό τους από το σπίτι, οι έξι γυρίζουν ματωμένοι, με φρικτές εμπειρίες για αυτό που συμβαίνει εκεί έξω. Σε κα΄θε είσοδο τους το σπίτι, έρημος και παγωνιά μαζί. Τα φαινόμενα της φύσης μάχονται.Η καταστροφή έχει νομοτέλεια.
Ο γιος συμβουλεύει: «Ας σωπάσουμε…μέχρι να έρθει κι η σειρά μας και δεν αργεί. Όταν η φωτιά είναι μακριά σωπαίνουμε, όταν όμως πλησιάσει ουρλιάζουμε γιατί καιγόμαστε…Αρχίστε λοιπόν να φωνάζετε γιατί οι φλόγες πλησιάζουν το σπίτι σας.»
Ενωμένοι μέσα στην απόλυτή τους απομόνωση, μέσα στην υπαρξιακή τους σιωπή, αντιλαμβάνονται ότι το παρόν τους είναι το μέλλον τους, και το μέλλον τους ο αφανισμός τους. Ένα ζοφερό παρόν, αυτό του θανάτου, το παρόν της αναμονής, σκοτεινιάζει κάθε προσπάθεια διαφυγής και κάθε σκέψη.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Λοιπόν… Τι συμβαίνει…Έλα…Ελάτε…Που είναι ο θάνατος; Δεν το αντέχω αυτό το παιχνίδι πια. Πεθαίνω χειρότερα έτσι…Ας φτάσει το τέλος… Το μόνο που μένει…Είναι αργά για αρχή και δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο.
Ο χρόνος καταλύεται. Το παρόν διαρκεί για πάντα. Τα συναισθήματα των ηρώων επηρεάζουν τα κλιματολογικά φαινόμενα. Η ζωή ανελέητη. Η ελπίδα αφανής.
Είναι οι τελευταίοι άνθρωποι.
Μορφές συμπαντικές.
Με αφορμή την παράσταση Χιόνι στο στόμα, Θέατρο Αμόρε – Κεντρική Σκηνή, Δοκιμες VII, 2008, σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς