Ο συγκερασμός των τεχνών: η κούκλα, η αφήγηση και η μουσική. Μια ειδική περίπτωση ιαπωνικού κουκλοθεάτρου
Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκη, θεατρολόγο
Το Ιαπωνικό κουκλοθέατρο
Το Ιαπωνικό κουκλοθέατρο είναι μια παραδοσιακή και μακραίωνη τέχνη, που για αιώνες ψυχαγώγησε μικρούς, αλλά, κυρίως, μεγάλους μιας και ήταν ένα από τα αγαπημένα θεάματα της Ιαπωνικής αυλής και των σαμουράι. Το ιαπωνικό κουκλοθέατρο χαρακτηρίζεται από την αισθητική και το ύφος που παρατηρούμε και στα άλλα θεατρικά είδη της Ιαπωνίας όπως το Καμπούκι και το θέατρο Νο: απομάκρυνση από κάθε ρεαλιστική ή ψευδαισθησιακή φόρμα, έμφαση στον συμβολισμό, στοιχεία τελετουργίας, αξιοποίηση των αρχετύπων, σεβασμός στην ιστορία και την μυθοπλασία, διατήρηση της παραδοσιακής φόρμας, προτεραιότητα στην εικαστική απόλαυση του κοινού.
Με το Ιαπωνικό κουκλοθέατρο συνδέονται συνήθως δύο είδη: το μπουνράκου (bunraku) και τζoρούρι (joruri).
Το μπουνράκου, που πήρε το όνομά του από έναν κουκλοπαίχτη, είναι ένα διάσημο είδος κουκλοθεάτρου παγκοσμίως και ταυτόσημο σχεδόν με τον όρο ιαπωνικό κουκλοθέατρο. Ξεκίνησε από λαϊκή βάση, με μεμονωμένους κουκλοπαίχτες, όπου ζωντάνευαν με τις κούκλες τους, τις παραδοσιακές μπαλάντες των περιπλανόμενων αφηγητών. Αργότερα συνδέθηκαν με εκκλησιαστικές προθέσεις, κυρίως της εξάπλωσης του βουδισμού σε απομονωμένες περιοχές. Ο αφηγητής, δίπλα στον κουκλοπαίχτη, ζωντάνευε τόσο τα αφηγηματικά μέρη της ιστορίας όσο και τους διαλόγους των κουκλών, αποκτώντας, στο πέρασμα των χρόνων, μια ιδιαίτερη υποκριτική εξιδίκευση. Το τρίτυχο του θεάματος συμλήρωνε ένας μουσικός, που συνόδευε την αφήγηση με την μπίουα (biwa), και αργότερα από το τρίχορδο σαμισέν (shamisen), όπου οι δονούμενες χορδές του, ολοκλήρωσαν το πάθος που χαρακτήριζε αυτήν την βαθιά λυρική τέχνη.
Στην εξέλιξη του είδους, οι κουκλοπαίχτες έφτασαν τους τρεις για κάθε κούκλα.
Εμφανίζονται στην μακρόστενη σκηνή του κουκλοθεάτρου πίσω απότ ις κούκλες, μαυροφορεμένοι και με καλυμένα κεφάλια. Ο επικεφαλής της ομάδας χειρίζεται το κεφάλι και το δεξί χέρι της κούκλας, φτιαγμένης σε κομμάτια που συνδέονται εσωτερικά μεταξύ τους με σπάγκο, ο προς αριστερά βοηθός χειρίζεται το αριστερό χέρι, ο άλλος βοηθός χειρίζεται τα πόδια ή τα ενδύματα. Ο επικεφαλής έχει το πρόσωπό του ακάλυπτο και φοράει, όπως και ο αφηγητής και ο μουσικός, επίσημη παραδοσιακή στολή. Οι κουκλοπαίχτες, «εξαφανίζονται» από την σκηνή, αν και είναι ορατοί, λόγω της περιβολής και του μεγέθους των κουκλών (νίνγκυ o, ningyo) που πρωταγωνιστούν με τα λαμπερά παραδοσιακά τους ρούχα που παραπέμπουν ατην αίγλη της ιαπωνικής δύναμης της αναγέννησης, με τις εξεζητημένες κωμώσεις τους και το επιβλητικό μέγεθός τους, σχεδόν φυσικού, αφού ξεπερνούν συνήθως το ένα μέτρο.
Το τζoρούρι, συνδέεται με τα κείμενα και την μουσική περισσότερο, παρά με την καθαρά πρακτική κατασκευή του κουκλοθεάτρου. Δανείζεται το όνομά του από την λογοτεχνική γυναικεία μορφή της Τζoρούρι και τον έρωτά της για τον γενναίο και πρόωρα χαμένο πολεμιστή Μιναμότο Γιοσιτσούνε, ήρωα της μεσαιωνικής ιαπωνικής λογοτεχνίας. Οι εξιστορήσεις- μπαλάντες, με έμφαση στο λυρικό κομμάτι της αφήγησης, δίνουν μεγάλη βαρύτητα τόσο στην κούκλα, όσο και στην μουσική, η οποία, σε αυτό το είδος κουκλοθεάτρου ονομάστηκε επίσης μουσική τζoρούρι, αποκτώντας στο πέρασμα του χρόνου αυτονομία ως καλλιτεχνικό είδος.
Ένα ιδιαίτερο είδος: Hachioji Kuruma Ningyo
Το Hachioji Kuruma Ningyo είναι ένα είδος κουκλοθεάτρου που δημιουργήθηκε από τον Koryu Nishikawa τον πρώτο, στο τέλος της περιόδου Έντο, στα τέλη του 19ου αιώνα. Το όνομα του κουκλοθεάτρου αυτού προέρχεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: υπάρχει μόνο ένας κουκλοπαίχτης (αντί για τρεις όπως στο μπουρανκού), ο οποίος κάθεται σε μια μικρή καρέκλα με ροδάκια ( rokuro–kuruma) που τον διευκολύνει να κινεί μόνος του όλα τα μέλη της κούκλας ( ningyo).
Οι κούκλες έχουν μέγεθος περίπου στα 2/3 του ανθρώπινου μεγέθους (γυρω στα 1, 20 μέτρα), με κινούμενα μέλη όπως δάκτυλα, χέρια, βλεφαρίδες, μάτια και στόμα. Οι κούκλες έχουν πολλές τεχνικές δυνατότητες: μπορούν να ανοίγουν το στόμα τους, να περιστρέφουν τα μάτια τους και να κλείνουν τα βλέφαρά τους, να λυγίζουν μεμονωμένα τα δάχτυλά τους, να σκύβουν και να περπατάνε λυγίζοντας αρθρώσεις κτλ. Ο κουκλοπαίχτης, καθισμένος στην τροχήλατη καρέκλα, κινεί το δεξί χέρι της κούκλας με το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό κινεί τα μέλη του κεφαλιού με μικροκινήσεις καθώς και το αριστερό χέρι της κούκλας. Τα πόδια της κούκλας είναι στερεωμένα με πασαλάκια στα δάκτυλα των ποδιών του κουκλοπαίχτη, στο ύψος του πατώματος της σκηνής, έτσι ώστε, καθώς ο κουκλοπαίχτης κινείται με την τροχήλακτη καρέκλα να φαίνεται ότι η κούκλα περπατάει με ρεαλιστικό ρυθμό. Αυτή η αποκλειστική και αμφίδρομη σχέση κουκλοπαίχτη και κούκλας επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία, πλαστικότητα και ροή στις κινήσεις της κούκλας, ενισχύοντας την ψευδαίσθηση ότι η κούκλα, κοντά στο φυσικό μέγεθος και με τον χειριστή της κρυμμένο (και συνήθως καλυμένο ολόκληρο από μαύρα ρούχα) πίσω της, είναι σαν αληθινός ηθοποιός πάνω στην σκηνή. Αυτή η δυναμική της ρεαλιστικής εικόνας και της ποιητικής κίνησης είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης αυτής τέχνης: ο συγκερασμός επιτρέπει μια διευρυμένη, συναισθηματικά, θεματολογία, μιας και η φιγούρα της κούκλας αποκτά σχεδόν πραγματική διάσταση στη σκηνή και μπορεί να εκφράσει ανθρώπινα μεγέθη συναισθημάτων. Οι ιστορίες εμπνέονται κυρίως από την Ιαπωνική λογοτεχνία με έργα εποχής με ιστορικό ή ψευδοιστορικό περιεχόμενο (τζιντάι μονό) και έργα σύγχρονα προς την ιστορική περίοδο του Έντο με σύγχρονο περιεχόμενο (σεουά μονό) .
Ένα μοναδικό είδος: το τραγούδι Shinnai
Το Shinnai είναι ένα από τα πέντε είδη αφηγηματικού τραγουδιού στην Ιαπωνική παράδοση. Το κάθε είδος έχει την δική του χαρακτηριστική μέθοδο παραγωγής της φωνής. Η μουσική, το κείμενο, ακόμα και τα μουσικά όργανα και ο τρόπος που παίζονται, διαφέρουν μεταξύ τους. Ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία του τραγουδιού τζορούρι ( joruri), και συγκεκριμένα του itchū bushi που εμφανίστηκε στις αρχές του 1700 και έκανε αίσθηση στους κατοίκους του Έντο, λόγω του παρακμιακού, απελπισμένου, μελαγχολικού αλλά και αισθησιακού του ύφους. Πολλές από τις ιστορίες που ενέπνευσαν αυτό το είδος, είχαν ως θέμα την ερωτική αυτοκτονία νέων ζευγαριών, γεμάτα πάθος, ρομαντισμό και τραγικότητα, που στον 18ο αιώνα τέτοιου είδους ειδήσεις είχαν πάρει διαστάσεις πανδημίας στην αστικοποιημένη μεγαλούπολη (που σήμερα είναι το Τόκυο). Ο Tsuruga Wakasanojō ο πρώτος, άρχισε να συνθέτει και να ερμηνεύει αυτά τα αφηγηματικά τραγούδια γύρω στο 1770, κάνοντας μεγάλη επιτυχία, κυρίως λόγω της γεμάτης πάθος σκηνικής ερμηνείας του μαθητή του Tsuruga Shinnai, το όνομα του οποίου ταυτίστηκε με το είδος αυτού του τραγουδιού.[1]
Το Shinnai δεν αναμύχθηκε με κανένα άλλο είδος μουσικής απαγγελίας και παρέμεινε αναλοίωτο μέσα στο χρόνο, αν και πάντα στην σκιά των πιο γνωνστών ιαπωνικών ταγουδιών, διατηρώντας τις ειδοποιούς διαφορές του από το τζορούρι: η μουσική δεν είναι γραμμένη ως αυστηρή και απαρέγκλητη φόρμα, αλλά δίνει την δυνατότητα στον ερμηνευτή για αυτοσχεδιαμό και πρωτοβουλία στην ερμηνεία. Οι ιστορίες του Shinnai, με έμφαση στα συναισθήματα των ηρώων αντί για την εξέλιξη της δράσης, στην τραγική μοίρα αντί για την λεπτομερή περιγραφή, αντανάκλασαν τις αγωνίες των ανερχόμενων συντηρητικών τάξεων και τα νέα ιδανικά που είχε ανάγκη η αστική ιδιωτική ζωή στην μεγαλούπουλη του Έντο. Εκφράζοντας ιδεολογικά όσο και αισθητικά τον πολιτισμού του «πλωτού κόσμου», οι ερμηνευτές του Shinnai επικοινωνούσαν με ένα συνεχώς διευρυνόμενο ταξικά κοινό, άλλοτε με έξαρση της δράσης ή την φινέτσα των συναισθημάτων, με την κομψότητα της φόρμας ή την δραματικότητα του μύθου, με την δύναμη της σκηνικής δράσης ή τον λυρισμό της μελωδίας, με την χαρά ή την λύπη των ανθρώπινων παθών. Αλλά σε κάθε έκφανση του shinnai κυρίαρχη πάντα ήταn η ίδια λέξη: το πάθος.
Ένας εύστοχος συνδυασμός: Η σημερινή παράσταση
Οι δύο αυτές τέχνες (kuruma–ningyo και shinnai) αρχικά αποτελούσαν ξεχωριστές μορφές έκφρασης. Οι πρώτοι που τις παρουσίασαν μαζί ήταν ο Tsuruga Wakasanojo XI και ο Nishikawa Koryu IV με την παράσταση Shinnai Jooruri & Ηachioji Κuruma Νingyo.
Ο Tsuruga Wakasanojō έχει πρωτοστατήσει, με την τέχνη του και την καλλιτεχνική επιμονή, ώστε το μοναδικό και μοναχικό shinnai να θεωρηθεί το 2001 ως ζωντανή Εθνική Κληρονομιά και να μπορέσει να ερευνηθεί και να διαδοθεί ως μια καίρια φόρμα της παραδοσικής ιαπωνικής μουσικής. Αυτή του η επιμονή βρήκε συνοδοιπόρο την τέχνη του Kuruma Ningyō που, με τον ιδιαίτερο ρεαλιστικό χαρακτήρα που αποδίδεται στην κίνηση της κούκλας στη σκηνή, δημιουργεί ένα σύγχρονο και πρωτοποριακό συγκερασμό δύο παραδοσιακών τεχνών: μια τέχνη λυρική, απόμακρη, υπερφορτισμένη και μια σκηνική απόδοση ψευδαισθησιακή, αληθοφανή, γειωμένη. Συνδυασμός που μπορεί να προσφέρει μεγάλες αντιστικτικές συγκινήσεις στον θεατή και να δημιουργήσει έναν παράδοξο εσωτερικό κόσμο στο περίπλοκο και εντυπωσιακό σκηνικό δρώμενο.
Οι ιστορίες της παράστασης
Δοξαστικό Sanbaso
Ένας χαρούμενος λατρευτικός χορός, χωρίς αφήγηση ιστορίας, που στόχο έχει να ευχαριστήσει τους θεούς και να προσευχηθεί ο θίασος για καλή τύχη στο μέλλον. Το sanbaso παίζεται πάντα στην αρχή μιας παράστασης τόσο του θεάτρου Νο και Καμπούκι, όσο και σε παραστάσεις κουκλοθεάτρου γιατί θεωρείται ότι «εξαγνίζει» τη σκηνή, ώστε να μπορεί να ακολουθήσει μια καινούργια παράσταση (στην Ιαπωνία οι μορφές παραδοσιακού θεάτρου συνδέονται ακόμα και σήμερα με την θρησκεία). Οι δράσεις των χορευτών αναπαριστούν αρχέγονες θυσίες που ζητούν από τους θεούς να ευλογήσουν το κηνύγι και το ψάρεμα. Στο πρώτο μέρος του χορού οι κούκλες χτυπάνε με τα πόδια τους στο πάτωμα της σκηνής με σκοπό να διώξουν τα κακά πνεύματα. Στο δεύτερο μέρος του χορού, οι θεοί καλοσωρίζονται στη σκηνή και οι κούκλες χορεύουν με ευχαρίστηση, αφού η σκηνή έχει πλέον εξαγνιστεί. Σε αυτό το μέρος του χορού οι κούκλες- χορευτές κρατάνε ένα κρουστό όργανο που ονομάζεται suzu, μια δεσμίδα από μικρά καμπανάκια δεμένα σε ένα ξύλινο κλωνάρι.
Ran’cho (Wakagi no Adanagusa): ο Θρήνος της Omiya
Ο Ran‘cho (Wakagi no Adanagusa) είναι ένα από τα τρία διασημότερα έργα του shinnai. Είναι μια τυπική μπαλάντα shinnai, όπου η μελωδική γραμμή μεταφέρει μια ατμόσφαιρα μελαγχολική και θλιμμένη. Το Ran‘cho, είναι η πρώτη μουσική σύνθεση shinnai του Tsuruga Wakasanojo I, και γράφτηκε στις αρχές του 1770. Είναι μια τυπική σύνθεση shinnai και παίζεται συχνά ακόμα και στις μέρες μας.
Η ιστορία αφορά ένα ερωτικό τρίγωνο. Ο Ran‘cho είναι ένα είδος διασκεδαστή, που μιμείται τους ηθοποιούς του θεάτρου Καμπούκι, η γυναίκα του Omiya είναι επίσης ηθοποιός και η ερωμένη του Kono‘ito, είναι «συνοδός» της υψηλής κοινωνίας σε ένα μπορδέλο στην περιοχή Yoshiwara του Έντο.
Η Omiya, που δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο την κατάσταση πηγαίνει στην Yoshiwara για να αντιμετωπίσει την Kono‘ito. Την παρακαλεί να σταματήσει να βλέπει τον Ran‘cho. Σε έναν θλιμμένο και οργισμένο θρήνο, που τραγουδάει από τα βάθη της ψυχής της, εξιστορεί την ζωή της με τον Ran‘cho, και περιγράφει τα συναισθήματά της. Η Omiya εξηγεί ότι αγαπάει τον Ran’cho και ότι ήλπιζε σε έναν ευτυχισμένο γάμο. Αντ΄αυτού βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα ερωτικό τρίγωνο. Από τότε που ο Ran‘cho ερωτεύτηκε την Kono‘ito, έμεινε μαζί της στην Yoshiwara και δεν γύριζε στο σπίτι ούτε καν το βράδυ. Σταμάτησε και να δουλεύει για να περνάει πιο πολύ χρόνο μαζί της. Ωστόσο, επειδή η Kono‘ito ήταν «συνοδός» έπρεπε να πληρώνει πολλά λεφτά για να την βλέπει. Όταν τελειώσανε οι πόροι του η Omiya αναγκάστηκε να δουλέψει και αυτή στο μπορδέλο για να καλύψει τα δικά της έξοδα, αλλά προς μεγάλη της απογοήτευση, ο Ran‘cho ξοδεύει και αυτά τα χρήματα για να δει την Kono‘ito.
Ένα κοινό θέμα της Ιαπωνικής λογοτεχνίας είναι η αντιπαράθεση των υποχρεώσεων και των προσωπικών συναισθημάτων. Η Kono‘ito διχάζεται ανάμεσα στην υποχρέωσή της να αφήσει τον Ran‘cho να γυρίσει στην γυναίκα του και στα δυνατά συναισθήματα που έχει για αυτόν. Η Omiya αισθάνεται την υποχρέωση να συντηρήσει τον γάμο της, ενώ ταυτόχρονα συμμερίζεται τα αισθήματα του Ran‘cho και της Kono‘ito. Σε ένα υστερότερο στάδιο της ιστορίας μαθαίνουμε ότι ο Ran’cho έχει κρυφακούσει τον θρήνο της Omiya, και, αν και συγκινήθηκε, αντιλαμβάνεται ότι αγαπά υπερβολικά την Kono’ito για να την παρατήσει. Αποφασίζει να πεθάνει και τελικά, αυτός και η Kono’ito αυτοκτονούν μαζί.
Yaji and Kita
Δύο από τους πιο αξιαγάπητους χαρακτήρες της λογοτεχνίας της περιόδου του Έντο, ο Yajirobei και ο Kitahachi, ένα ζευγάρι ακαμάτηδων, αποφασίζουν να φύγουν από την πρωτεύουσα για να ξεκινήσει σε μια περιπέτεια στον δρόμο τους για το Κιότο. Οι ξεκαρδιστικές τους περιπέτειες αποτέλεσαν τα επεισόδια του πολύτομου έργου του Jippensha Ikku και εκδόθηκαν μεταξύ του 1802 με 1809.
Η σκηνή ξεκινάει στον ανοιχτό δρόμο. Ο φαρσαδόρος Yajirobei τσιγλάει τον δειλό Kitahachi, που φοβάται ότι το δάσος γύρω τους είναι στοιχειωμένο. Υποδυόμενος το πνεύμα μιας αλεπούς, πριν αποκαλύψει το πραγματικό του πρόσωπο στον τρομοκρατημένο φίλο, ο Yajirobei διασκεδάζει αφόρητα με τις κωμικές καταστάσεις που δημιουργούνται μέσα στον πανικό. Οι δύο φίλοι συνεχίζουν τον δρόμο τους που είναι γεμάτος από απρόβλεπτες καταστάσεις και εκπλήξεις που γεμίζουν χαμόγελα το κοινό.
Οι δημιουργοί
Nishikawa Koryu V-Kuruma Ningyo
5ης γενιάς δεξιοτέχνης δάσκαλος της τέχνης του Hachioji Kuruma Ningyo
Γεννημένος στην οικογένεια κουκλοπαιχτών του Kuruma Ningyo Nishikawa, ο Nishikawa Koryu V σπούδασε κουκλοθέατρο από τα παιδικά του χρόνια με δάσκαλο τον πατέρα του. Το 1966, σε ηλικία 13 ετών, πήρε το πρώτο του σκηνικό όνομα. Σπούδασε κουκλοθέατρο μπουνράκου για δύο χρόνια στο Κέντρο Σπουδών του Εθνικού Θεάτρου Μπουνράκου . Το 1987-89 ταξίδεψε την Στοκχόλμη, όπου έδωσε παραστάσεις και μια σειρά από εργαστήρια. Το 1996, έγινε ο διευθυντής της σχολής στην Ιαπωνία και πήρε το όνομα Nishikawa Koryu V. Την ίδια χρονιά το κουκλοθέατρο Hachioji Kuruma Ningyo ανακυρύχθηκε επίσημα ως παραδοσιακή φόρμα του πολιτισμού από την Ιαπωνική κυβέρνηση. Οι σπουδές του Nishikawa Koryu στον παραδοσιακό ιαπωνικό χορό και το κουκλοθέατρο μπουνράκου προσθέτουν βάθος και προσαρμοστικότητα στην τέχνη του. Έχει ασχοληθεί με το κουκλοθέατρο σε φόρμες μη παραδοσιακές, καθώς και με το φλαμένγκο και άλλες δυτικές φόρμες χορού. Ασχολείται συστηματικά, τόσο στην Ιαπωνία όσο και στο εξωτερικό, με την διάδοση και το θεωρητικό υπόβαθρο του κουκλοθεάτρου Kuruma Ningyo. Σε συνεργασία με το διοικητικό συμβούλιο του Hachioji, δίνει παραστάσεις και επιδείξεις δεξιοτεχνίας καθώς και ανοιχτά εργαστήρια για το κοινό και ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα για σχολεία. Το 2004 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Πολιτιστικού Πρεσβευτή της πόλης του Hachioji.
Tsuruga Wakasanojo XI-Shinnai
Ανακυρηγμένη Ζωντανή Εθνική Κληρονομιά
11ος δεξιοτέχνης δάσκαλος, Σχολή Tsuruga Αφηγηματικού Τραγουδιού Shinnai
Πρόεδρος της Ένωσης Shinnai της Ιαπωνίας
Ο Tsuruga Wakasanojo XI σπούδασε μουσική αφήγηση Shinnai με τον πατέρα του, Tsuruga Isetayu, και απόκτησε το πρώτο του σκηνικό όνομα το 1958 σε ηλικία 20 ετών. Το 1973, μετά τον θάνατο του πατέρα του, κληρονόμησε το όνομα Isetayu και το 2000 έγινε ο 11ος κάτοχος του ονόματος Tsuruga Wakasanojo, όνομα ταυτισμένο με τον δημιουργό του είδους του Shinnai. Αναγνωρισμένος καλλιτέχνης για το συναισθηματικό βάθος που φέρει στις παραστάσεις του και στις εξαιρετικές φωνητικές του ικανότητες, ο Tsuruga Wakasanojo XI ανακυρήχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ιαπωνίας ως Ζωντανός Εθνικός Θησαυρός το 2001 και Τιμώμενος Πολίτης του Shinjuku Ward του Tokyo, το 2002.
Ο Tsuruga Wakasanojo XI έχει συγγράψει και συνθέσει πολλά κομμάτια shinnai και έχει δώσει πλήθος παραστάσεων διεθνώς, σε πάνω από 30 πόλεις της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Ευρώπης και Ασίας. Μέσα από δημιουργικές συνεργασίες με καλλιτέχνες του θεάτρου Νο, του Καμπούκι και του κουκλοθεάτρου Kuruma Ningyo έχει κατορθώσει να διαδώσει το τραγούδι Shinnai κάνοντας το προσιτό και ευχάριστο στα μάτια και τα αυτιά, σε ένα ευρύ κοινό. Εμφανίζεται συχνά στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, σε παραστάσεις παραδοσιακού αλλά και μοντέρνου θεάτρου.
Γλωσσάρι
Έντο ή Γέντο:
Η τελευταία περίοδος της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1603-1897). Το όνομά της περιόδου προέρχεται από την ομώνυμη πρωτεύουσα, μετέπειτα Τόκιο.
Θεατρο Νο:
Η αρχαιότερη παραδοσιακή μορφή του Ιαπωνικού θεάτρου, εξέλιξη των μουσικοχορευτικών εθίμων σε δραματικό δρώμενο. Η οριστική του φόρμα μορφοποιήθηκε από τον Κανάμι και τον γιό του Ζεάμι τον 14ο αιώνα. Παίζεται σε τετράγωνο πατάρι με θεατές καθισμένους από δύο πλευρές. Υλικό αντλεί από γνωστούς μύθους και ποιήματα, που το διαχειρίζονται επί σκηνής δύο ερμηνευτές: ο ένας υποδύεται τον ήρωα (υποκριτή) και φοράει επιβλητικό κοστούμι και μάσκα και ο άλλος, με μακιγιάζ αντί για μάσκα εκτελεί χρέη δευτεραγωνιστή, ένα είδος αφηγητή του μύθου. Στο θέατρο Νο η μουσική παίζει μεγάλο ρόλο για αυτό και υπάρχει χωρωδία 8 με 10 ατόμων που κάθονται σε ειδική θέση στη σκηνή και συνοδεύουν την αφήγηση. Τέσσερις από αυτούς είναι ορατοί και παίζουν μουσικά όργανα, αυλό και τύμπανο. Στη σκηνή υπάρχουν δύο φροντιστές, ντυμένοι με μαύρα ρούχα, κατά σύμβαση αθέατοι στο κοινό. Το ύφος, η θεματολογία και ο στόχος της παράστασης είναι τελετουργικός και μυητικός. Το είδος αυτού του αυστηρού θεάτρου φόρμας, συνδεδεμένου με την θρησκεία, επιβιώνει αναλοίωτα ως τις μέρες μας.
Καμπούκι:
Είδος Ιαπωνικού θεάτρου, εξέλιξη, για ένα πιο εκλαϊκευμένο κοινό, του θεάτρου Νο. Ξεκίνησε τον 12ο αιώνα και αρχικά παιζόταν στην ύπαιθρο. Αργότερα απέκτησε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ατμόσφαιρα (περιστροφική σκηνή, πατάρια, σκηνογραφία, κουρτίνες κτλ). Το θέατρο Καμπούκι δίνει έμφαση στα κοστούμια, στα ζωγραφισμένα πρόσωπα χωρίς τη χρήση μάσκας με χαρακτηριστικότερη την πολλαπλή αξιοποίηση της βεντάλιας που δηλώνει το όπλο, το κύμα, το σύννεφο ως και κάποιο καθημερινό οικιακό αντικείμενο. Βασικά θέματα είναι η διπλή αυτοκτονία των ερωτευμένων, το χρέος στους γονιούς και τους προγόνους, η εκδίκηση και το χρήμα, ο αγώνας των αγροτών με τους άρχοντες κτλ. Οι ηθοποιοί παίζουν πάντα μέσα σε μια αυστηρή φόρμα, με συγκεκριμένο σύστημα εκφοράς του λόγου και του κινησιολογικού κώδικα, μέσα από την παντομίμα και τον χορό, με κύριο στόχο να μην θυμίζει τίποτα στο θέαμα κάτι από την πραγματική ζωή.
Μπίουα:
Μουσικό όργανο κεντροασιατικής προέλευσης, που χρησιμοποιούνταν και στις επικές απαγγελίες των τυφλών αοιδών.
Τζιντάι μονό:
Έργα εποχής με ιστορικό περιεχόμενο. Το κουκλοθέατρο άγγιξε τη χρυσή εποχή του όταν ο συγγραφέας Τσικαμάτσου Μονζαεμόν συναντήθηκε με τον διάσημο αφηγητή Τακεμότο Τζινταγιού (1650-1714) και έγραψε έργα κατάλληλα για τη φωνή του, δημιουργώντας ένα τυπικό ρεπερτόριο για το κουκλοθέατρο.
Σεουά μονό:
΄Εργα εμπνευσμένα από επίκαιρα γεγονότα και θέματα, χαρακτηριζόμενα και ως αστικά δράματα, που αναφέρονται κυρίως σε ιστορίες ανθρώπων που καταστρέφονται: άλλοτε από οικονομικά αίτια και σπατάλες π.χ. στις «συνοικίες των τέρψεων» και συνακόλουθες χρεοκοπίες, άλλοτε από απαγορευμένους έρωτες, που συχνά κατέληγαν στις λεγόμενες διπλές «ερωτικές αυτοκτονίες» (σιντζού, shinju). Στις εξομολογητικές «πορείες» των εραστών προς το θάνατο (μιτσιγιούκι, michiyuki) είναι αφιερωμένες μερικές από τις ωραιότερες θεατρικές σελίδες του Τσικαμάτσου, ο οποίος ξεκίνησε τη συγγραφική του σταδιοδρομία ως ποιητής του χαϊκού. (πηγή: Δρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου, Iαπωνία, Η χώρα του Ανατέλλοντος ηλίου)
Πηγές:
Δρ. Κλαίρη Β. Παπαπαύλου, Iαπωνία, Η χώρα του Ανατέλλοντος ηλίου, στο www.gr.emb-japan.go.jp, www.shinnai-usa.org/ningyo.shtml, Σολομού Αλέξη, Θεατρικό λεξικό, εκδ. Κέδρος 1989, Αθήνα. Η απόδοση των ονομάτων στα ελληνικά έγινε με την βοήθεια του πολιτιστικού τμήματος της Ιαπωνικής πρεσβείας.
[1] Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι οι διοικητικές αρχές του Έντο απαγόρευσαν στα μέσα του 1700 τα τραγούδια itchū bushi θεωρώντας ότι καλλιεργούν ένα κλίμα ερωτικής απόγνωσης και οδηγούν τους νέους στην αυτοκτονία. Οι ερμηνευτές τους, για να αποφύγουν να ονομάσουν με αυτόν τον όρο την μουσική τους, άρχισαν να «βαφτίζουν» το είδος των τραγουδιών τους με το όνομά τους για να αποφύγουν την περίπτωση απαγόρευσης.